Θέμα 1ο: Μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος αν μια φωνή σε ένα ηχητικό απόσπασμα προέρχεται από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο;

Ακούγοντας απλά ένα ηχητικό απόσπασμα; βεβαίως όχι. Στο σύγγραμα «Hearing Voices: Speaker Identification in Court» του Solan et al (σελ. 24-25) αναφέρεται ότι η αναγνώριση ενός ομιλητή (που ομιλεί με κανονικό τόνο φωνής) και αποκλειστικά με τη σύγκριση εξ ακοής ενέχει ποσοστό σφάλματος έως και 60%.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου εσφαλμένης αναγνώρισης εξ ακοής δημιουργήθηκε η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ, γνωστή και ως ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ. Είναι μια μέθοδος που αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 από τον L. G Kersta (Kersta 1962). Από το σημαντικότερο βιβλίο στην δικανική αναγνώριση ομιλητών με τίτλο «Δικανική Ταυτοποίηση Ομιλητή» (Forensic Speaker Identification) του Philip Rose (2002) μεταφράζουμε τα εξής (σελ. 120):

«Η φωνητική φασματογραφική ταυτότητα μπορεί να βρεθεί και σήμερα σε ερευνητική, επιβεβαιωτική και ουσιαστική χρήση. Για παράδειγμα, την χρησιμοποιεί το FBI (Nakasone και Beck 2001) καθώς και η ιαπωνική αστυνομία (Osanai et al., 1995). Παραμένει αποδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στα αμερικάνικα δικαστήρια (Broderers 2001:7)… Η χρήση του είναι επίσης τεκμηριωμένη στο Ισραήλ, την Ιταλία, την Ισπανία και την Κολομβία…»

Από την «Αναγνώριση Φωνητικού Αποτυπώματος» του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (Steve Cain et al, 1988) μεταφράζουμε τα εξής:

«Η θεμελιώδης θεωρία για την ταυτοποίηση της φωνής βασίζεται στην προϋπόθεση ότι κάθε φωνή είναι ξεχωριστά χαρακτηριστική για να διαφοροποιηθεί από άλλες μέσω της φωνητικής αναγνώρισης. Γενικά, υπάρχουν δύο παράγοντες που επηρεάζουν τον προσδιορισμό της φωνητικής μοναδικότητας: τα μεγέθη των φωνητικών κοιλοτήτων, όπως ο λαιμός, οι ρινικές και στοματικές κοιλότητες και το σχήμα, το μήκος και η ένταση των φωνητικών χορδών του ατόμου που βρίσκονται στον λάρυγγα…Η πιθανότητα δύο άτομα να είχαν όλες τις φωνητικές κοιλότητες του ιδίου μεγέθους και διαμόρφωσης και να είναι συζευγμένοι με τον ίδιο τρόπο είναι «ισχνή»… Για να διευκολυνθούν οι οπτικές συγκρίσεις των φωνών, χρησιμοποιείται ένας φασματογράφος ήχου για την ανάλυση της σύνθετης μορφής της κυματομορφής σε μία εικονογραφική απεικόνιση, το οποίο ονομάζεται φασματογράφημα»

«Ο δεύτερος παράγοντας για τον προσδιορισμό της φωνητικής μοναδικότητας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο οι αρθρωτές ή οι μύες του λόγου χειρίζονται κατά τη διάρκεια της ομιλίας. Οι αρθρώσεις περιλαμβάνουν τα χείλη, τα δόντια, τη γλώσσα, τους μαλακούς ουρανίσκους και τους μυς των γνάθων, των οποίων η ελεγχόμενη αλληλεπίδραση παράγει ευδιάκριτη ομιλία. Ο ευκρινής λόγος αναπτύσσεται με την συσσωρευτική διαδικασία μάθησης μέσω της μίμησης άλλων ομιλητών που επικοινωνούν. Η πιθανότητα δύο άτομα να μπορέσουν να αναπτύξουν ταυτόσημα μοντέλα χρήσης των αρθρωτών τους είναι εξαιρετικά «ισχνή»».

Η οπτική σύγκριση των φασματογραφημάτων περιλαμβάνει, γενικά, την εξέταση των χαρακτηριστικών παρόμοιων ήχων από άποψη χρονικής διάρκειας, συχνότητας και έντασης. Η μεθοδολογία έχει αναπτυχθεί από την υποεπιτροπή αναγνώρισης φωνής και ακουστικής ανάλυσης (Acoustic Analysis Subcommittee – VIAAS) της Διεθνούς Ένωσης για την Ταυτοποίηση (International Association for Identification -IAI) και έχει δημοσιευθεί στο επιστημονικό άρθρο της (VCS 1991). Παρόμοιο πρωτόκολλο ακολουθεί και το FBI (Koenig 1986:2089-90).

Τα βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου είναι ότι ο πραγματογνώμονας λαμβάνει δείγματα από τον φερόμενο ως ομιλητή τα οποία πρέπει να ομοιάζουν με τα επίμαχα δείγματα. Στη συνέχεια, τα δείγματα του φερόμενου ομιλητή συγκρίνονται σύμφωνα με την ακουστική και φασματογραφική απόκριση με το επίμαχο δείγμα και ο πραγματογνώμονας καταλήγει σε αιτιολογημένο συμπέρασμα ύστερα από ανάλυση σχετικά με το κατά πόσον η όχι προέρχονται από τον ίδιο ομιλητή.

Θέμα 2ο: Περί «γνησιότητας» και «συρραφής»

Όσον αφορά τον εντοπισμό «συρραφής» ενός ηχητικού αποσπάσματος, ο εντοπισμός της είναι ιδιαίτερα απλός, ειδικά αν έχει γίνει αναλογικά (π.χ. χειροκίνητα μέσω cut), ενώ, υπάρχουν λογισμικά προγράμματα που εντοπίζουν τη συρραφή αυτόματα.

Όμως, ο εντοπισμός μιας «συρραφής» που έγινε με γνώμονα την απόκρυψη της σε πιθανό έλεγχο απαιτεί τη χρήση εξειδικευμένου λογισμικού προγράμματος και την εμπειρία του πραγματογνώμονα που διενεργεί τον έλεγχο. Αναφορικά, γίνεται έλεγχος στις μικρότερες συχνότητες μέσω υποηχητικών φίλτρων (περί τα 30Hz). Έτσι, η γνησιότητα μια καταγραφής μπορεί να πιστοποιηθεί τεχνικά δίχως πρόβλημα.

Όλοι οι παραπάνω έλεγχοι παρέχονται ως υπηρεσία από την εταιρεία «Γκλαβόπουλος και ΣΙΑ EE» και ειδικά από τον κο Λάμπρο Γκλαβόπουλο BEng (Brighton UK), MSc (Cranfield UK), MSc (City UK), Μέλος ΤΕΕ, Δικαστικό Πραγματογνώμονα, ο οποίος έχει εξειδικευτεί σε θέματα της δικανικής επιστήμης (Forensic Science).