— Υ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
υλικά αγαθά | commodity |
υλικά κατασκευής | construction material |
υλική ζημιά | material damage |
υλική ζημιά | property damage |
υλικό | material |
υλοποίηση | realise |
υπάλληλος | employee |
υπάλληλος μερικής απασχόλησης | part time employee |
υπασφάλιση | underinsurance |
υπέδαφος | subsoil |
υπεξαίρεση | pilferage |
υπεραξία | increase in value |
υπερασφάλιση | overinsurance |
υπερβάλλον | surplus |
υπερβάλλον ζημιάς | excess of loss |
υπεργολάβος | sub contractor |
υπερπρομήθεια | overriding commission |
υπερωριακή εργασία | overtime |
υποβαθμισμένος κίνδυνος | substandard risk |
υποθήκη | mortgage |
υποκατάσταση | subrogation |
υποκατάστατο | substitute |
υποκατάστημα | branch office |
υπολογισθείσα αξία | estimated value |
υποτίμηση | depreciation |
υποτίμηση | devaluation |
υποχρέωση | obligation |
υποχρέωση δήλωσης | obligation to disclose |
υποχρεωτική ασφάλιση | compulsory insurance |
υποχρεωτική ασφάλιση | obligatory insurance |
υποχρεωτικός | obligatory |
υποχρεωτικός όρος | warranty |
υποψήφιος (προταθείς) σε εκλογές | nominee |
υποψήφιος πελάτης | prospect |
υποψήφιος πελάτης | prospective client |
ύφεση | depression |
ύφεση | recession |
ύφεση | slump |
ύφεση αξίας | excess shares |
ύψος κινδύνου | amount at risk |