— X —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
χαλάζι | hail |
χαμηλό τοκομερίδιο | low coupon |
χαριστική πληρωμή | ex-gratia payment |
χαρτοφυλάκιο | portfolio |
χειρισμός υλικών | materials handling |
χειρισμός φορτίου | cargo handling |
χοντρικά | wholesale |
χοντρική τιμή | wholesale price |
χρεόγραφα | securities |
χρέος | debt |
χρέωση | debit |
χρεώστης | debtor |
χρήμα | money |
χρήμα στην άνοδο (ακριβό) | dear money |
χρηματικό πριμ | cash bonus |
χρηματιστήριο | stock exchange |
χρηματιστής | jobbers |
χρηματιστής | stag |
χρηματιστής | stockbroker |
χωρητικότητα | tonnage |
χωρίς εγγύηση | unsecured |