— V —

English Greek
validέγκυρο
validity periodδιάρκεια ισχύος
valuableαντικείμενο αξίας
valuationεκτίμηση
value αξία
value added tax (vat)φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)
vandalismβανδαλισμός
variableμεταβλητή
vehicle impactπρόσκρουση οχήματος
vendeeαγοραστής
vendorπωλητής
vesselπλοίο, σκάφος
vested rightκατοχυρωμένο δικαίωμα
viableβιώσιμος
violationπαραβίαση, παράβαση
vis majorανώτερη βία
visible exportέκδηλη εξαγωγή
visible trade balanceισοζύγιο των έκδηλων εγγραφών
vocational trainingεπαγγελματική εκπαίδευση
voidάκυρο
volume of businessκύκλος εργασιών
volume of premiumsσύνολο ασφαλίστρων
voluntaryοικειοθελής
voluntary insuranceοικειοθελής ασφάλεια
voyageταξίδι μέσω θαλάσσης