— U —
|
English |
Greek |
umpire | επιδιαιτητής |
uncalled capital | μη κατατεθειμένο κεφάλαιο |
underinsurance | υπασφάλιση |
undersubscribed | έκδοση που δεν έχει εξ ολοκλήρου υπογραφεί |
underwrite | αναλαμβάνω κίνδυνο |
underwriter | αναλαμβάνων την ασφάλιση |
underwriting | ανάληψη ασφάλισης |
underwriting limit | όριο αποδοχής κινδύνου |
underwriting profit | κέρδη από την ανάληψη κινδύνων, τεχνικό αποτέλεσμα |
undesirable risk | ανεπιθύμητος κίνδυνος |
unearned income | εισόδημα από κεφάλαιο |
unearned premium | μη αποκτηθέν ασφάλιστρο |
unemployment | ανεργία |
unemployment insurance | ασφάλιση ανεργίας |
unexpired risk | κίνδυνος σε ισχύ |
uninsurable risk | κίνδυνος μη ασφαλίσιμος |
uninsured | ανασφάλιστος |
unit trust | επενδύσεις unit trust |
unpaid | απλήρωτος |
unquoted securities | τίτλοι χωρίς τιμή |
unreported claims | μη δηλωθείσες ζημιές |
unsecured | χωρίς εγγύηση |
unsecured loan stock | τίτλοι μη εγγυημένου δανεισμού |