— Θ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
θαλάσσιος κίνδυνος | peril of the sea |
θάνατος | death |
θάνατος από ατύχημα | accidental death |
θεματοφύλακας | bailee |
θετικό trend στο χρηματιστήριο | bull market |
θησαυρός | hoarding |
θνησιμότητα | mortality |
θραύση | breakage |
θυγατρική | subsidiary |
θυγατρική εταιρία | subsidiary company |
θυγατρική, ''αιχμάλωτος'' | captive |