— Τ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
τακτική μετοχή | ordinary share |
τακτικό αποθεματικό | legal reserve |
τακτικό κεφάλαιο | ordinary capital |
ταμειακή ρευστότητα | cash flow |
ταμιευτήριο | savings bank |
τάξη κατασκευής οικοδομής | class of construction |
ταξίδι μέσω θαλάσσης | voyage |
ταξινόμηση κινδύνων | classification of risks |
τάση | trend |
τάση αγοράς | market trend |
τεκμαρτή ολική απώλεια | constructive total loss |
τεκμήριο, απόδειξη | proof |
τέλη είσπραξης αποζημίωσης | collection charges |
τελικά κέρδη | final dividend |
τέλος χαρτοσήμου | stamp duty |
τελωνιακή αποθήκη | bonded warehouse |
τελωνιακός δασμός | customs duty |
τεχνικές βάσεις | technical bases |
τεχνική ζημιά | technical loss |
τεχνικό απόθεμα | technical reserve |
τεχνικό κέρδος | technical profit |
τεχνικός έλεγχος | technical check |
τεχνικός έλεγχος | technical control |
τεχνικός κλάδος ασφάλισης | engineering insurance |
τζίρος | turnover |
τιμαριθμική ρήτρα | index clause |
τιμάριθμος κόστους ζωής | cost of living index |
τιμή | price |
τιμή | tariff |
τιμή από τον κατασκευαστή στο μεταπωλητή | trade price |
τιμή αποθεματικού | reserve price |
τιμή έναρξης | opening price |
τιμή καθορισμένη από το χρηματιστήριο | make-up prices |
τιμή κλεισίματος | closing prices |
τιμή παραγωγής | producers' price |
τιμή προσέλκυσης | loss leader |
τιμολόγηση | rating |
τιμολογιακή συμφωνία | tariff agreement |
τιμολόγιο | invoice |
τιμολόγιο | rate book |
τιμολόγιο | tariff |
τίτλοι ανάπτυξης | growth stock |
τίτλοι με χρυσό πλαίσιο | gilt - edged (securities) |
τίτλοι μεταλλείων | mining stock |
τίτλοι μη εγγυημένου δανεισμού | unsecured loan stock |
τίτλοι χωρίς τιμή | unquoted securities |
τμήμα αποζημιώσεων | claims department |
τόκος | interest |
τόκος συναλλάγματος | exchange rate |
τόκος χρεωστικός | interest on debt |
τοκοφόρος λογαριασμός | interest-bearing account |
τοπικός φόρος | local tax |
τοποθεσία | location |
τόπος πληρωμής | place of payment |
τράπεζα | bank |
τράπεζα clearing | clearing bank |
τράπεζα συναλλαγών | merchant bank |
τραπεζικός τόκος | bank rate (interest) |
τρέχον εισόδημα | flat yield |
τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός όψεως | account current |
τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός όψεως | current account |
τρέχουσα αξία | current value (present value) |
τρέχουσα απόδοση | current yield |
τρέχουσα τιμή | actual |
τρέχουσα τιμή | market price |
τρέχουσες υποχρεώσεις | current liabilities |
τρίτος | third party |
τρομοκρατικές ενέργειες | terrorist acts |
τροποποίηση | modification |
τροποποίηση, μεταβολή | amendment |
τροποποιήσιμο ασφάλιστρο | adjustable premium |
τρόπος καταβολής ασφαλίστρων | mode of payment |
τυποποίηση | standardisation |
τύπος, μάρκα | type |
τυχαίο συμβάν | fortuitous event |