— T —
|
English |
Greek |
table | πίνακας |
table of limits | πίνακας πλήρων (ορίων) |
take over | διαδέχομαι στη διεύθυνση |
take over bid | δημόσια προσφορά αγοράς |
tap stock | δημόσια συνεχώς διαθέσιμα κονδύλια |
tariff | τιμή |
tariff | τιμολόγιο |
tariff agreement | τιμολογιακή συμφωνία |
tariff rate | ασφάλιστρο υποχρεωτικού τιμολογίου |
tax | φόρος |
technical bases | τεχνικές βάσεις |
technical check | τεχνικός έλεγχος |
technical control | τεχνικός έλεγχος |
technical loss | τεχνική ζημιά |
technical profit | τεχνικό κέρδος |
technical reserve | τεχνικό απόθεμα |
tempest | καταιγίδα |
temporary | προσωρινός |
temporary annuity | πρόσκαιρη περιοδική πρόσοδος |
temporary disablement/disability | πρόσκαιρη ανικανότητα |
temporary insurance | πρόσκαιρη ασφάλιση |
tender | προσφορά (σε διαγωνισμό) |
term | περίοδος |
term insurance | απλή ασφάλεια ζωής |
terms of payment | όροι πληρωμής |
terrorist acts | τρομοκρατικές ενέργειες |
testing | δοκιμές |
theft | κλοπή |
third party | τρίτος |
time and study | γραφείο χρόνων και μεθόδων |
time deposit | προθεσμιακή κατάθεση |
time limit | προθεσμία, χρονικό όριο |
time rate | ωριαία τιμή |
to market | πουλώ |
tonnage | χωρητικότητα |
total amount | συνολικό ποσό |
total loss | ολική απώλεια |
trade | εμπόριο |
trade balance | εμπορικό ισοζύγιο |
trade cycle | οικονομικός κύκλος |
trade gap | εμπορικό έλλειμμα |
trade investments | άμεση επένδυση |
trade mark | σήμα κατατεθέν |
trade price | τιμή από τον κατασκευαστή στο μεταπωλητή |
trade union | συνδικάτο |
trading assets | αξίες παροχής |
trading profit | κέρδος κερδοσκοπίας |
training | εκπαίδευση |
transfer | μεταβίβαση |
transfer | μεταφορά |
transfer deed | πράξη μεταβίβασης |
transhipment | μεταφόρτωση |
transport branch | κλάδος μεταφορών |
transport insurance | ασφάλιση μεταφορών |
travel insurance | ασφάλιση ταξιδίων |
treaty | σύμβαση, συμφωνία |
trend | τάση |
trust | κοινοπραξία |
turn commission | προμήθεια |
turnover | κύκλος εργασιών |
turnover | τζίρος |
turnover tax | φόρος κύκλου εργασιών (ΦΚΕ) |
type | τύπος, μάρκα |