— Σ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
σε κίνδυνο | on risk |
σεισμός | earthquake |
σήμα κατατεθέν | trade mark |
σημαία | flag |
σταθερό ασφάλιστρο | fixed premium |
σταθερό εισόδημα | fixed income |
στατιστική | statistics |
στατιστική ζημιών | loss statistics |
στατιστικός πίνακας | statistical table |
στέλεχος μερίσματος | dividend counterfoil |
στην τιμή της αγοράς | at market price |
στόλος | fleet |
στρατολόγηση | recruiting/recruitment |
συγγενής | affiliated |
συγκεντρωτικός πίνακας | summary |
σύγκρουση | collision |
συγχώνευση | merger |
σύλλογος, συσχέτιση | association |
συμβαλλόμενος | contracting party |
συμβάν | occurrence |
σύμβαση | contract |
σύμβαση αμοιβαιότητας | reciprocal treaty |
σύμβαση αναλογικής αντασφάλισης | quota share reinsurance treaty |
σύμβαση αντασφάλισης υπερβάλλοντος | surplus reinsurance treaty |
σύμβαση επανεκχώρησης | retrocession treaty |
σύμβαση, συμφωνία | treaty |
συμβατική αντασφάλισης | reinsurance treaty |
συμβατική ευθύνη | contractual liability |
συμβιβασμός | compromise |
συμβόλαιο | contract |
συμβόλαιο με πριμ don't | call option |
σύμβουλος | consultant |
συμμετοχή στα κέρδη | participation in profits |
συμμετοχή στα κέρδη | profit sharing |
συμπληρωματική εγγύηση | additional security |
συμπληρωματική ρήτρα, πρόσθετη πράξη | rider |
συμπληρωματικοί όροι | additional conditions |
συμφωνηθείσα αξία | agreed value |
συμφωνία περί μη ευθύνης | hold harmless agreement |
συμφωνία πληρωμής | pay agreement |
συμφωνία, σύμβαση | agreement |
συνάλλαγμα εξωτερικού | foreign exchange |
συνάπτω συμφωνία | conclude |
συνασφάλεια | co-insurance |
συνασφαλιστής | co-insurer |
συνδεδεμένη εταιρία | associate company |
συνδικάτο | trade union |
συνδρομή | subscription |
συνδυασμένη | combined |
συνεπαγόμενος όρος | implied condition |
συνεταιρισμός | co-operative society |
συνεχόμενος κίνδυνος | neighbouring risk |
συνολικό όριο | aggregate limit |
συνολικό ποσό | total amount |
σύνολο ασφαλίστρων | volume of premiums |
σύνταξη | pension |
σύνταξη | retirement pension |
σύνταξη αναπηρίας | disability annuity |
σύνταξη γήρατος | old age pension |
συνταξιοδότηση, αποχώρηση | retirement |
συντελεστής παραγωγικότητας | production coefficient |
συντήρηση | maintenance |
συντονιστής | co-ordinator |
συντρίμμια | debris |
συσκευασία | packaging |
συσκευασία | packing |
συσσωρευμένος τόκος | accumulated interest |
συσσώρευση | accumulation |
συσσωρευτική, | deferred |
σύστημα αυτόματης κατάσβεσης (καταιονιστήρας) | sprinkler installations |
σύστημα ελέγχου | control system |
συχνότητα | frequency |
συχνότητα ζημιών | loss frequency |
σχέδιο εργασίας | operating plan |
σχέση τιμής/ κερδών | price-earnings ratio |
σχέση, δείκτης | ratio |
σωματική βλάβη | bodily injury |
σώστρα | salvage (money) |