— S —
|
English |
Greek |
safety installations | εγκαταστάσεις ασφαλείας |
safety margin | περιθώριο ασφαλείας |
salary | μισθός |
sale | πώληση |
salvage | διάσωση |
salvage (money) | διασωθείσα αξία - σώστρα |
salvage expenses | έξοδα διάσωσης |
saving | αποταμίευση, οικονομία |
savings account | λογαριασμός ταμιευτηρίου |
savings bank | ταμιευτήριο |
schedule | παράρτημα, σχέδιο, πρόγραμμα |
scheme | πρόγραμμα, σχέδιο |
scip capitalisation issue | έκδοση δωρεάν μετοχών |
seaworthiness | αξιοπλοϊμότητα |
securities | χρεόγραφα |
security | ασφάλεια |
security measures | μέτρα προστασίας |
selection | επιλογή |
selective employment tax | επιλεκτικός φόρος στην απασχόληση |
self insurance | αυτασφάλιση |
selling cost | κόστος πώλησης |
service | παροχή υπηρεσίας |
settlement | διακανονισμός |
settlement/account day | ημέρα ρύθμισης |
share | μετοχή |
share capital | μετοχικό κεφάλαιο |
share certificate | πιστοποιητικό μετοχών |
shift work | εργασία με βάρδιες |
short circuit | βραχυκύκλωμα |
short term | βραχυπρόθεσμα |
short term insurance | βραχυπρόθεσμη ασφάλιση |
short term liabilities | βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
shorts | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
sickness | ασθένεια |
simple risk | απλός κίνδυνος |
single premium | ενιαίο ασφάλιστρο |
sinking fund | απόσβεση |
sliding scale | αυτόματη τιμαριθμική |
sliding scale commission | αναπροσαρμοζόμενη προμήθεια |
slip | απόκομμα |
slump | ύφεση |
smoke damage | ζημιά από καπνό |
social insurance | κοινωνική ασφάλιση |
social insurance (security) | αναπροσαρμογή (ωρομισθίων), κοινωνική πρόνοια |
societe anonyme (SA) | ανώνυμη εταιρία |
soft currency | αδύναμο νόμισμα |
solvency margin | περιθώριο φερεγγυότητας |
solvent | πληρωτέο, φερέγγυος |
special conditions | ειδικοί όροι |
special reserve | ειδικό αποθεματικό |
speculation | κερδοσκοπία |
speculative risk | αβέβαιος κίνδυνος |
spending | δαπάνη |
spontaneous combustion | αυτανάφλεξη |
spot | μετρητά |
spot market | αγορά του διαθέσιμου |
sprinkler installations | σύστημα αυτόματης κατάσβεσης (καταιονιστήρας) |
squeeze | περιορισμός πίστωσης |
staff | προσωπικό |
stag | μείωση (προσωπικού) |
stag | πάγωμα (των ωρομισθίων) |
stag | χρηματιστής |
stamp duty | τέλος χαρτοσήμου |
standard charges | πάγια (σταθερά) έξοδα |
standard policy conditions | ενιαίοι γενικοί όροι ασφαλιστηρίου |
standardisation | τυποποίηση |
standing order | πάγια εντολή |
statement of account | απόσπασμα λογαριασμού |
statement of loss | δήλωση ζημιάς |
statistical table | στατιστικός πίνακας |
statistics | στατιστική |
statute of limitations | παραγραφή |
statutory | προβλεπόμενο από το νόμο, υποχρεωτικό |
stock | απόθεμα |
stock (inventory) | αποθέματα |
stock control | διαχείριση των αποθεμάτων |
stock exchange | χρηματιστήριο |
stockbroker | χρηματιστής |
stockholder | μέτοχος |
stop loss reinsurance | αντασφάλιση υπερβάλλοντος ποσοστού ζημιάς |
storm and tempest insurance | ασφάλιση κατά θύελλας και καταιγίδας |
strict liability | αιτιώδης αστική ευθύνη |
strike | απεργία |
sub contractor | υπεργολάβος |
subrogation | υποκατάσταση |
subscription | συνδρομή |
subsidence | καθίζηση |
subsidiary | θυγατρική |
subsidiary clause | επικουρική ρήτρα |
subsidiary company | θυγατρική εταιρία |
subsidy | επικουρία |
subsoil | υπέδαφος |
substandard risk | υποβαθμισμένος κίνδυνος |
substitute | υποκατάστατο |
sum insured | ασφαλιζόμενο ποσό (κεφάλαιο) |
summary | συγκεντρωτικός πίνακας |
supervision | εποπτεία |
supervisory authority | εποπτική αρχή |
supplementary insurance | πρόσθετη ασφάλιση |
supplier | προμηθευτής |
supply and demand | προσφορά και ζήτηση |
surcharge | πρόσθετη χρέωση |
surplus | πλεόνασμα |
surplus | υπερβάλλον |
surplus reinsurance treaty | σύμβαση αντασφάλισης υπερβάλλοντος |
surrender | παραίτηση, εξαγορά |
surrender provisions | όροι παραίτησης/εξαγοράς |
surrender value | αξία εξαγοράς |
surtax (supertax) | έξτρα φόρος |
survey | πραγματογνωμοσύνη |
survey fees | έξοδα πραγματογνωμοσύνης |
survey report | έκθεση πραγματογνωμοσύνης |