— R —
|
English |
Greek |
rainwater damage | ζημιές από βρόχινο νερό |
rate | ποσοστό ασφαλίστρου |
rate book | τιμολόγιο |
rating | τιμολόγηση |
rating experience | εμπειρία τιμολόγησης |
rating principles | κανόνες τιμολόγησης |
ratio | σχέση, δείκτης |
rationalisation | ορθολογική οργάνωση |
raw materials | πρώτες ύλες |
real | πραγματικός |
real estate | ακίνητη περιουσία |
real value | πραγματική αξία |
realise | υλοποίηση |
rebate | έκπτωση, επιστροφή προμήθειας |
rebate, discount | μείωση, έκπτωση |
receipt | απόδειξη |
receipt | λήψη |
receipt of policy acknowledgment | δήλωση παραλαβής |
receipts | εισπράξεις |
receivables | απαιτήσεις προς πληρωμή |
recession | ύφεση |
reciprocal treaty | σύμβαση αμοιβαιότητας |
reciprocity | αμοιβαιότητα |
recourse | αναγωγή |
recovery | ανάκτηση |
recruiting/recruitment | στρατολόγηση |
redeem | εξαγοράζω |
redemption | απόσβεση (δανείου) |
redemption | εξαγορά, εξόφληση |
redemption date | ημερομηνία επιστροφής |
redemption yield | απόδοση επί της επιστροφής |
reductions | μειώσεις |
reflation | νέος πληθωρισμός |
refund | επιστροφή πληρωμής |
register | μητρώο, νηογνώμονας |
registered office | έδρα επιχείρησης |
registered stock | ονομαστικός τίτλος |
regulations | κανονισμοί |
rehabilitation | αποκατάσταση |
reimbursement | εξόφληση, επιστροφή χρημάτων |
reinstatement | επαναφορά σε ισχύ |
reinstatement clause | ρήτρα επαναφοράς σε ισχύ |
reinstatement value | αξία ανακατασκευής |
reinsurance | αντασφάλιση |
reinsurance accepted | αντασφάλιση αναληφθείσα |
reinsurance ceded | εκχωρηθείσα αντασφάλιση |
reinsurance commission | προμήθεια αντασφάλισης |
reinsurance company | αντασφαλιστική εταιρία |
reinsurance treaty | συμβατική αντασφάλισης |
reinsurer | αντασφαλιστής |
rejection | απόρριψη |
release | απελευθέρωση |
remittance | έμβασμα |
renewal | ανανέωση |
renewal premium | ασφάλιστρο ανανέωσης |
rent | ενοίκιο |
replacement | αντικατάσταση |
replacement value | αξία αντικατάστασης |
report | έκθεση, αναφορά |
representation | εκπροσώπηση |
resale price maintenance | διατήρηση της τιμής της λιανικής πώλησης |
research | έρευνα |
reserve | απόθεμα, αποθεματικό |
reserve account | λογαριασμός αποθεματικού |
reserve for contingencies | αποθεματικό ασφαλείας |
reserve for pending (outstanding) claims | απόθεμα εκκρεμών ζημιών |
reserve for taxes | αποθεματικό φόρου |
reserve fund | αποθεματικό κεφάλαιο |
reserve price | τιμή αποθεματικού |
reserves | αποθέματα |
resources | πόροι |
restrictive practice | περιοριστική διαδικασία |
retail | λιανική |
retail price | λιανική τιμή |
retail to | λιανική πώληση |
retained profit | κέρδη που δεν διανεμήθηκαν |
retention | ιδία κράτηση |
retirement | συνταξιοδότηση, αποχώρηση |
retirement pension | σύνταξη |
retroactive effect | αναδρομική ισχύς |
retrocession | επανεκχώρηση |
retrocession treaty | σύμβαση επανεκχώρησης |
return | επιστροφή |
return commission | επιστρεφόμενη προμήθεια |
return of commission | επιστροφή προμήθειας |
return of premium | επιστροφή ασφαλίστρων |
revaluation | ανατίμηση |
revaluation | επανεκτίμηση |
revenue reserves | αποθέματα κερδών |
reversed onus of proof | αντιστροφή του βάρους απόδειξης |
rider | συμπληρωματική ρήτρα, πρόσθετη πράξη |
rigging the market | προκαλώ τεχνικές αυξήσεις (μειώσεις) στην αγορά |
right of cancellation | δικαίωμα ακύρωσης |
right of recourse | δικαίωμα αναγωγής |
rights issue | έκδοση με δικαίωμα υπογραφής |
riot | εξέγερση |
risk | κίνδυνος |
risk appraisal | εκτίμηση κινδύνου |
risk assessment | εκτίμηση κινδύνου |
risk covered | καλυπτόμενος κίνδυνος |
risk for own account | κίνδυνος δια ίδιο λογαριασμό |
risk premium | ασφάλιστρο κινδύνου |
road risk | οδικός κίνδυνος |
robbery | ληστεία |
royalty | δικαιώματα εκχώρησης |
rules and regulations | κανονισμοί |
"running off" of a portfolio" | φυσιολογική λήξη "χαρτοφυλακίου" |