— Q —

English Greek
quality controlέλεγχος ποιότητας
questionnaireερωτηματολόγιο
quotaμερίδιο
quota share reinsuranceαντασφάλιση αναλογική
quota share reinsurance treatyσύμβαση αναλογικής αντασφάλισης
quotationπροσφορά (μετά από ζήτηση)
quotationπροσφορά τιμής
quote (trade)όριο