— Π —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
πάγια (σταθερά) έξοδα | standard charges |
πάγια εντολή | standing order |
πάγια έξοδα | fixed charges |
πάγια κονδύλια | consols |
πάγια παθητικά | deferred liability |
πάγια περιουσιακά στοιχεία | fixed assets |
πάγωμα (των ωρομισθίων) | stag |
παθητικά τρίτων | external liability |
παθητικό | liabilities |
παθητικό | liability |
παραβίαση, παράβαση | violation |
παραγραφή | statute of limitations |
παραγωγή | output |
παραγωγή | production |
παραγωγή ασφαλίστρων | premium income |
παραγωγή ασφαλίστρων | production |
παραγωγικότητα | productivity |
παραγωγός | producer |
παράδοση έναντι πληρωμής | COD (cash on delivery) |
παράδοση συμβολαίου | delivery of policy |
παραίτηση, εξαγορά | surrender |
παράλειψη | omission |
παράρτημα, σχέδιο, πρόγραμμα | schedule |
παραχώρηση | concession |
παρέκκλιση | deviation |
παροχή | benefit |
παροχή υπηρεσίας | service |
πελάτης | client |
περιγραφή κινδύνου | description of risk |
περιεχόμενα | contents |
περιθώριο ασφαλείας | safety margin |
περιθώριο φερεγγυότητας | solvency margin |
περίοδος | term |
περίοδος αναμονής | waiting period |
περίοδος αποζημίωσης | indemnity period |
περίοδος αποζημίωσης | period of indemnification |
περίοδος ασφάλισης | insurance period |
περίοδος χάριτος | grace period |
περιορισμένη αγορά | limited market |
περιορισμός πίστωσης | credit balance squeeze |
περιορισμός πίστωσης | squeeze |
περιοριστική διαδικασία | restrictive practice |
πιθανό ύψος ζημιάς | estimated loss |
πιθανότητα | probability |
πίνακας | table |
πίνακας για σχεδιασμό | drawing board |
πίνακας θνησιμότητας | mortality table |
πίνακας πλήρων (ορίων) | table of limits |
πιστοποίηση | certification |
πιστοποιητικό | certificate |
πιστοποιητικό ασφάλισης | insurance certificate |
πιστοποιητικό θανάτου | death certificate |
πιστοποιητικό μετοχών | share certificate |
πίστωση | credit |
πιστωτής | creditor |
πλειοψηφική συμμετοχή | majority interest |
πλεονάζουσα αξία | over-subscribed |
πλεόνασμα | surplus |
πληθωρισμός | inflation |
πλημμύρα | flood |
πληρεξούσιο | power of attorney |
πληρεξούσιο | proxy |
πλήρης ασφάλιση κατοικιών | householder's comprehensive policy |
πλήρης κάλυψη | full coverage |
πληροφορίες | information |
πληρωθείσα ζημιά | claim paid |
πληρωθέν ασφάλιστρο | premium paid |
πληρωμή έναντι | payment on account |
πληρωμή μετρητοίς | cash payment |
πληρωμή, εξόφληση | payment |
πληρωτέο | solvent |
πληρωτέο εκ των προτέρων | payable in advance |
πληρωτέο με καθυστέρηση | payable in arrears |
πλοίο, σκάφος | vessel |
πολιτική ταραχή | civil commotion |
πολιτικός κίνδυνος | political risk |
πολλαπλή αποζημίωση | multiple indemnity |
πόροι | resources |
ποσό | amount |
ποσό ασφαλίστρων | premium amount |
ποσό ζημιάς | amount of loss |
ποσοστό | percentage |
ποσοστό αγοράς | market share |
ποσοστό ακυρώσεων | lapse rate |
ποσοστό ασφαλίστρου | premium rate |
ποσοστό ασφαλίστρου | rate |
ποσοστό ασφαλίστρων | premium |
ποσοστό αύξησης | growth rate |
ποσοστό εξόδων | expense ratio |
ποσοστό ζημιάς | loss ratio |
πουλώ | to market |
πραγματική αξία | real value |
πραγματική απώλεια | actual loss |
πραγματική ολική απώλεια | actual total loss |
πραγματικός | real |
πραγματογνώμονας | claims adjuster |
πραγματογνώμονας | loss adjuster |
πραγματογνώμονας, ειδικός | expert |
πραγματογνωμοσύνη | survey |
πράκτορας | agent |
πρακτορειακή συμφωνία-σύμβαση | agency agreement |
πρακτορείο | agency |
πράξεις στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου | after-hours dealings |
πράξη ανώτερης βίας | act of god |
πράξη μεταβίβασης | deed of transfer |
πράξη μεταβίβασης | transfer deed |
πράξη μετρητοίς | cash transaction |
πράσινη κάρτα | green card |
πρεσβεία | embassy |
προαιρετική αντασφάλιση | facultative reinsurance |
προβλεπόμενο από το νόμο, υποχρεωτικό | statutory |
πρόβλεψη | forecast |
πρόγραμμα, σχέδιο | scheme |
προγραμματισμός | planning |
προεγγραφέν κεφάλαιο | issued capital |
πρόεδρος | chairman |
προθεσμία καταγγελίας/ακύρωσης | period of cancellation |
προθεσμία, χρονικό όριο | time limit |
προθεσμιακή αγορά | forward market |
προθεσμιακή κατάθεση | time deposit |
προϊόν που βασίζεται σε εργασία | labour-intensive |
προϊόν που βασίζεται σε κεφάλαιο | capital intensive |
προϊστάμενος συνεργείου | foreman |
προκαλώ τεχνικές αυξήσεις (μειώσεις) στην αγορά | rigging the market |
προκαταβολή | advance |
προκαταβολή | payment in advance |
προκαταβολή κερδών | interim dividend |
πρόληψη | prevention |
πρόληψη ατυχήματος | accident prevention |
πρόληψη ζημιών | loss prevention |
πρόληψη πυρκαγιάς | fire prevention |
προμήθεια | commission |
προμήθεια | turn commission |
προμήθεια αντασφάλισης | reinsurance commission |
προμήθεια ασφαλειομεσίτη | brokerage |
προμήθεια είσπραξης | collecting commission |
προμηθευτής | supplier |
προνομιούχα μετοχή | cumulative preference share |
προνομιούχα μετοχή | preference share |
προοπτική | outlook |
πρόσθετη ασφάλιση | supplementary insurance |
πρόσθετη πράξη | endorsement |
πρόσθετη χρέωση | surcharge |
πρόσθετος ασφαλιζόμενος | additional insured |
πρόσκαιρη ανικανότητα | temporary disablement/disability |
πρόσκαιρη ασφάλιση | temporary insurance |
πρόσκαιρη περιοδική πρόσοδος | temporary annuity |
πρόσκρουση οχήματος | vehicle impact |
προστασία | protection |
προστασία κατά κινδύνου πυρός | fire protection |
προστιθέμενη αξία | added value |
προσφορά | offer |
προσφορά (μετά από ζήτηση) | quotation |
προσφορά (πρόταση) | offer |
προσφορά (σε δημοπρασία) | bid |
προσφορά (σε διαγωνισμό) | tender |
προσφορά και ζήτηση | supply and demand |
προσφορά τιμής | quotation |
προσωπικό | personnel |
προσωπικό | staff |
προσωπικό γραφείου | office staff |
προσωρινή επιστολή κατανομής | provisional allotment letter |
προσωρινός | temporary |
πρόταση ασφάλισης | insurance proposal |
προτεραιότητα | priority |
προτίμηση | option |
προτιμολόγιο | proforma invoice |
προϋπάρχουσα ασφάλιση | previous insurance |
προϋπάρχουσα κατάσταση | pre-existing condition |
προϋπάρχουσα πάθηση | previous illness |
προϋπολογισμός | budget |
προχρονολόγηση | backdating |
προώθηση | promotion |
πρωτασφαλιστής | direct insurer |
πρώτες ύλες | raw materials |
πρωτογενές προϊόν | primary product |
πτώση αεροσκάφους | fall of aircraft |
πτώχευση | bankruptcy |
πυρασφαλές | fire proof |
πυρκαγιά | fire |
πυροσβεστήρας | fire extinguisher |
πυροσβεστική υπηρεσία | fire brigade |
πυροσβεστικός κρουνός υδροληψίας | fire hydrant |
πώληση | sale |
πώληση με δόσεις | hire purchase |
πωλητής | vendor |