— P —
|
English |
Greek |
package policy | ασφαλιστήριο πακέτο |
packaging | συσκευασία |
packing | συσκευασία |
paid up | καταβεβλημένο |
par | ίσος |
parent company | μητρική εταιρία |
parity | ισότητα |
part time employee | υπάλληλος μερικής απασχόλησης |
partial disability | μερική ανικανότητα |
partial loss | μερική ζημιά |
participation in profits | συμμετοχή στα κέρδη |
particular average | μερική αβαρία |
particular charges | ειδικές επιβαρύνσεις |
partnership | εταιρία ατόμων |
partnership company | ετερόρρυθμη εταιρία |
passenger | επιβάτης |
passenger insurance | ασφάλιση επιβατών |
patent | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
pay agreement | συμφωνία πληρωμής |
payable in advance | πληρωτέο εκ των προτέρων |
payable in arrears | πληρωτέο με καθυστέρηση |
payee | αποδέκτης πληρωμής |
payment | πληρωμή, εξόφληση |
payment in advance | προκαταβολή |
payment on account | πληρωμή έναντι |
pay-out ratio | δείκτης πληρωμής |
payroll | μισθολογική κατάσταση |
payroll tax | φόρος στην κατηγορία μισθοδοσίας |
penalty for bad loss experience (opposite to bonus | επασφάλιστρο λόγω ζημιάς |
pending loss | εκκρεμής ζημιά |
pension | σύνταξη |
percentage | ποσοστό |
peril | κίνδυνος |
peril of the sea | θαλάσσιος κίνδυνος |
period of cancellation | προθεσμία καταγγελίας/ακύρωσης |
period of indemnification | περίοδος αποζημίωσης |
period of insurance | ασφαλιστική περίοδος |
permanent | μόνιμος |
persistency | διατηρησιμότητα |
personal accident branch | κλάδος προσωπικών ατυχημάτων |
personal accident insurance | ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων |
personal liability insurance | ασφάλιση προσωπικής αστικής ευθύνης |
personnel | προσωπικό |
physical hazard | κίνδυνος από φυσικά αίτια |
piece rate | ενιαίο κόστος (του προϊόντος) |
pilferage | υπεξαίρεση |
place of payment | τόπος πληρωμής |
plaintiff | ενάγων |
planning | προγραμματισμός |
plate glass insurance | ασφάλιση θραύσης κρυστάλλων |
plate number | αριθμός κυκλοφορίας/αριθμός πινακίδας |
pledge | ενέχυρο, εγγυώμαι |
policy | ασφαλιστήριο συμβόλαιο |
policy fee | δικαίωμα συμβολαίου |
policy number | αριθμός ασφαλιστηρίου |
policy period | ασφαλιζόμενη περίοδος |
policyholder | ασφαλισμένος |
political risk | πολιτικός κίνδυνος |
pool | κοινοπραξία |
portfolio | χαρτοφυλάκιο |
power of attorney | πληρεξούσιο |
pre-existing condition | προϋπάρχουσα κατάσταση |
preference share | προνομιούχα μετοχή |
preferential forms | έντυπα προτιμήσεων |
premium | ποσοστό ασφαλίστρων |
premium amount | ποσό ασφαλίστρων |
premium discount | έκπτωση ασφαλίστρων |
premium docket | λογαριασμός ασφαλίστρων |
premium due | ληξιπρόθεσμο ασφάλιστρο |
premium earned | δεδουλευμένο ασφάλιστρο |
premium income | παραγωγή ασφαλίστρων |
premium paid | πληρωθέν ασφάλιστρο |
premium rate | ποσοστό ασφαλίστρου |
premium receipt | απόδειξη ασφαλίστρων |
premium refund | επιστροφή ασφαλίστρου |
premium reserve | απόθεμα κινδύνων σε ισχύ |
premium return | επιστροφή ασφαλίστρων |
premium statement | λογαριασμός ασφαλίστρων |
premiums written | καταγεγραμμένα ασφάλιστρα |
prevention | πρόληψη |
previous illness | προϋπάρχουσα πάθηση |
previous insurance | προϋπάρχουσα ασφάλιση |
price | τιμή |
price-earnings ratio | σχέση τιμής/ κερδών |
primary product | πρωτογενές προϊόν |
principal | εργοδότης |
prior charge | δαπάνες που έχουν προτεραιότητα |
priority | προτεραιότητα |
private insurance | ιδιωτική ασφάλιση |
pro rata | αναλογικά |
probability | πιθανότητα |
probable maximum loss (PML) | μέγιστη πιθανή ζημιά |
proceeds | αξία εκποίησης βλαβέντων πραγμάτων - έσοδα |
process control | έλεγχος παραγωγής |
producer | παραγωγός |
producers' price | τιμή παραγωγής |
production | παραγωγή |
production | παραγωγή ασφαλίστρων |
production coefficient | συντελεστής παραγωγικότητας |
productivity | παραγωγικότητα |
products liability | ευθύνη προϊόντων |
profession | επάγγελμα |
professional liability insurance | ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης |
profit | κέρδος |
profit and loss account | αποτελέσματα χρήσης |
profit carried forward | κέρδος (σε μεταφορά στην επόμενη χρήση) |
profit margin | όριο κέρδους |
profit sharing | συμμετοχή στα κέρδη |
profitability | απόδοση κερδών |
proforma invoice | προτιμολόγιο |
prohibited risk | απαγορευμένος κίνδυνος |
project | έργο, σύμβαση έργου |
promotion | προώθηση |
proof | τεκμήριο, απόδειξη |
proof of loss | απόδειξη απαίτησης ζημίας |
property branch | κλάδος πυρός |
property damage | υλική ζημιά |
proportional | αναλογικό |
proportional allotment | αναλογική κατανομή |
proposal | αίτηση |
proposal form | έντυπο αίτησης, πρόταση ασφάλισης |
prospect | υποψήφιος πελάτης |
prospective client | υποψήφιος πελάτης |
prospectus | κατάλογος προϊόντων |
protection | προστασία |
protest | διαμαρτυρία |
provision for outstanding claims | απόθεμα εκκρεμών ζημιών |
provisional allotment letter | προσωρινή επιστολή κατανομής |
proximate cause | γενεσιουργός αιτία |
proxy | πληρεξούσιο |
proxy (person) | αντίκλητος |
public corporation | εταιρία δημοσίου κεφαλαίου |
public liability | αστική ευθύνη |
public ownership | ιδιοκτησία του κράτους |
punter | κερδοσκόπος |
purchase tax | φόρος αγορών |
purchase value | αξία πρόσκτησης/αγοράς |