— Ο —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
οδηγός πλήρων ορίων αποδοχής κινδύνων | line sheet |
οδικός κίνδυνος | road risk |
οικειοθελής | voluntary |
οικειοθελής ασφάλεια | voluntary insurance |
οικονομία | economy |
οικονομικά | finance |
οικονομική επιστήμη | economics |
οικονομική χρήση | financial year |
οικονομικό έλλειμμα | deficit financing |
οικονομικό έτος | fiscal year |
οικονομικός κύκλος | trade cycle |
ολική απώλεια | total loss |
ολοσχερής ζημία | write off |
ομαδική ασφάλιση | group insurance |
ομαδικό ασφαλιστήριο | group policy |
ομολογία | bond |
ομολογία | debenture |
ονομαστική αξία | nominal value |
ονομαστικό κεφάλαιο | authorised capital |
ονομαστικός τίτλος | registered stock |
οργάνωση γραφείου | office organisation |
ορθολογική οργάνωση | rationalisation |
οριακή αξία | marginal value |
όριο | limit |
όριο | margin |
όριο | quote (trade) |
όριο αποδοχής κινδύνου | underwriting limit |
όριο ασφαλιστικής ευθύνης | limit of indemnity |
όριο διαμεσολάβησης | jobber's spread |
όριο εισαγωγής | import quota |
όριο ευθύνης | liability limit |
όριο ευθύνης | limit of liability |
όριο ηλικίας | age limit |
όριο κέρδους | profit margin |
όροι ασφάλισης | insurance terms and conditions |
όροι παραίτησης/εξαγοράς | surrender provisions |
όροι πληρωμής | terms of payment |
ουσιώδες γεγονός | material fact |
όφελος στο περιθώριο | fringe benefits |