— O —

English Greek
object insuredαντικείμενο ασφάλισης
obligationυποχρέωση
obligation to discloseυποχρέωση δήλωσης
obligatoryυποχρεωτικός
obligatory insuranceυποχρεωτική ασφάλιση
obsolescenceαχρησία
occupancyφύση εργασίας του χρήστη ενός χώρου
occupational accidentεπαγγελματικό ατύχημα
occupational diseaseεπαγγελματική ασθένεια
occupational hazardεπαγγελματικός κίνδυνος
occurrenceσυμβάν
offerπροσφορά (πρόταση)
offerπροσφορά
offer for saleδημόσια προσφορά πώλησης
officeγραφείο
office hoursώρες γραφείου
office organisationοργάνωση γραφείου
office staffπροσωπικό γραφείου
office workεργασία γραφείου
old age pensionσύνταξη γήρατος
omissionπαράλειψη
on riskσε κίνδυνο
open cover policyδιαρκές-ανοικτό ασφαλιστήριο
open ended trustεταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου
open positionανοικτή θέση
opening priceτιμή έναρξης
operating planσχέδιο εργασίας
operation researchέρευνα λειτουργίας
operational researchλειτουργική έρευνα
operationsδραστηριότητες
optionδυνατότητα επιλογής
optionπροτίμηση
order (commission)εντολή
ordinary capitalτακτικό κεφάλαιο
ordinary shareτακτική μετοχή
organisation and methodsμέθοδοι και οργάνωση
outlet, marketδιέξοδος
outlookπροοπτική
outputπαραγωγή
outstanding lossεκκρεμής ζημιά
outstanding premiumsεκκρεμή ασφάλιστρα
outwards reinsuranceεκχωρούμενη αντασφάλιση
overdraftανάληψη πέραν του πιστωτικού ορίου
overheadsγενικές δαπάνες
overinsuranceυπερασφάλιση
overriding commissionυπερπρομήθεια
over-subscribedπλεονάζουσα αξία
overtimeυπερωριακή εργασία
own damageίδια ζημιά
own retentionίδια κράτηση
own riskίδιος κίνδυνος
ownershipδικαίωμα κυριότητας, ιδιοκτησία