— N —
|
English |
Greek |
named perils | κίνδυνοι κατονομαζόμενοι |
national debt | εθνικό χρέος |
national income | εθνικό εισόδημα |
nationalisation | εθνικοποίηση |
nature of loss | φύση (είδος) ζημιάς |
negligence | αμέλεια |
neighbouring risk | συνεχόμενος κίνδυνος |
net | καθαρό |
net assets | καθαρές αξίες |
net assets | καθαρό ενεργητικό |
net income | καθαρό εισόδημα |
net loss | καθαρή απώλεια, καθαρή ζημιά |
net outgo | καθαρό έλλειμμα |
net premium | καθαρό ασφάλιστρο |
net profit | καθαρό κέρδος |
net reserve | καθαρό αποθεματικό |
net retention | καθαρή ιδία κράτηση |
net yield | καθαρό εισόδημα |
new for old | ασφάλιση νέου έναντι παλαιού |
new issue | νέα έκδοση |
news | ειδήσεις |
no claims bonus | εκπτώσεις λόγω μη ζημιάς |
nominal value | ονομαστική αξία |
nominee | υποψήφιος (προταθείς) σε εκλογές |
non disclosure of material facts | απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων |
non life business | γενικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις κατά ζημιών |
non voting share | μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφου |
notification of claim | δήλωση ζημιάς |
notice | δήλωση |
notice of opposition on policy | δήλωση εναντίωσης |
notice of cancellation of policy | δήλωση υπαναχώρησης |
nuclear radiation risk | κίνδυνος ραδιενέργειας |
nuclear risk | κίνδυνος από πυρηνική ενέργεια |
null and void | άκυρο και κενό |
nullity | ακυρότητα |
number | αριθμός |