— M —

Ελληνικά Αγγλικά
μαθηματική αξίαmathematical value
μακροπρόθεσμη ασφάλισηlong-term insurance
μακροπρόθεσμοι τίτλοιlongs
μακροπρόθεσμος συντελεστής φόρτωσηςload-factor/long-term
μάρκετινγκmarketing
μαύρη αγοράblack market
μέγιστη πιθανή ζημιάprobable maximum loss (PML)
μέθοδοι και οργάνωσηorganisation and methods
μέθοδος υπολογισμούmethod of calculation
μειοψηφική συμμετοχήminority interest
μειώσειςreductions
μείωση (προσωπικού)stag
μείωση κεφαλαίουcapital reduction
μείωση, έκπτωσηrebate, discount
μελέτη της εργασίαςwork study
μερίδιοquota
μερική αβαρίαparticular average
μερική ανικανότηταpartial disability
μερική ζημιάpartial loss
μέρισμαcoupon
μέρισμαdividend
μερισματικός φόρος προκαταβολήςwithholding tax
μέρος component
μεσάζωνmiddleman
μεσίτης, μεσολαβώνintermediary
μέσο ασφάλιστροaverage premium
μέσο μεταφοράςmeans of conveyance
μεσολάβησηbrokerage
μεσοπρόθεσμη λήξηmedium term
μεσοπρόθεσμοι τίτλοιmediums
μέσος όροςaverage
μεταβίβασηdeal
μεταβίβασηtransfer
μεταβλητήvariable
μετατρέψιμο νόμισμαconvertible currency
μετατροπήconversion
μεταφοράtransfer
μεταφορέαςcarrier
μεταφορικό μέσοconveyance
μεταφόρτωσηtranshipment
μετοχές πληρωτέες στον κομιστήbearer stock
μετοχήequity
μετοχήshare
μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφουnon voting share
μετοχικό κεφάλαιοshare capital
μέτοχοςstockholder
μέτρα προστασίαςsecurity measures
μετρητάcash
μετρητάspot
μη αποκτηθέν ασφάλιστροunearned premium
μη δηλωθείσες ζημιέςunreported claims
μη εξαγοράσιμοςirredeemables
μη κατατεθειμένο κεφάλαιοuncalled capital
μηδενίζωwrite off
μητρική εταιρίαparent company
μητρώο ασφαλίστρων-ζημιώνexperience record
μητρώο προηγουμένων ζημιώνclaims record
μητρώο προηγουμένων ζημιώνloss history
μητρώο, νηογνώμοναςregister
μηχανικόςengineer
μικροζημιάminor loss
μικτά έσοδαgross income
μικτά κέρδηgross earnings
μικτή απόδοσηgross yield
μικτή ασφάλισηcomprehensive insurance
μικτόgross
μικτό ασφάλιστροgross premium
μισθολογική κατάστασηpayroll
μισθόςsalary
μίσθωσηlease
μόνιμη κατοικίαdomicile
μόνιμοςpermanent
μονοπώλιοmonopoly
μπορντερό (ρεπόρτ για τζίρο μηνός)bordereaue