— Λ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
λάθη και παραλείψεις | errors and omissions |
λειτουργίες σχετικά με μεταβιβάσεις ακινήτων | conveyancing |
λειτουργική έρευνα | operational research |
λήξη | expiration |
λήξη | expiry |
λήξη | maturity |
ληξιπρόθεσμο ασφάλιστρο | premium due |
ληξιπρόθεσμος τόκος | accrued interest |
ληστεία | robbery |
λήψη | receipt |
λιανική | retail |
λιανική πώληση | retail to |
λιανική τιμή | retail price |
λίστα μη αποδεκτών κινδύνων | decline list |
λογαριασμός | account |
λογαριασμός | docket |
λογαριασμός αποθεματικού | reserve account |
λογαριασμός ασφαλίστρων | premium docket |
λογαριασμός ασφαλίστρων | premium statement |
λογαριασμός διάθεσης | appropriation account |
λογαριασμός καταθέσεων | deposit account |
λογαριασμός όψεως | checking account |
λογαριασμός ταμιευτηρίου | savings account |
λογιστής | accountant |
λογιστικά διαχείρισης | management accountancy |
λογιστική | book-keeping |
λογιστική αξία | book value |
λογιστική ζημιά | book loss |
λογιστικό κέρδος | book profit |
λογιστικός έλεγχος | audit |