— J —

English Greek
jettisonεκβολή (από το πλοίο)
jewellery insuranceασφάλιση τιμαλφών
job siteεργοτάξιο
jobbersχρηματιστής
jobber's spreadόριο διαμεσολάβησης
jobbing in and outβραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία
joint-stock companyανώνυμη εταιρία