— Ι —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
ιατρικά έξοδα | medical expenses |
ιατρική γνωμάτευση, πιστοποιητικό | medical certificate |
ιατρική εξέταση | health examination |
ιατρική εξέταση | medical examination |
ίδια ζημιά | own damage |
ιδία κράτηση | retention |
ίδια κράτηση | own retention |
ιδιοκτησία του κράτους | public ownership |
ίδιος κίνδυνος | own risk |
ιδιωτική ασφάλιση | private insurance |
ιπποδύναμη | horse power |
ισόβια πρόσοδος | life annuity |
ισοζύγιο | balance |
ισοζύγιο | balance sheet |
ισοζύγιο πληρωμών | balance of payments |
ισοζύγιο των άδηλων εγγράφων | invisible trade balance |
ισοζύγιο των έκδηλων εγγραφών | visible trade balance |
ισολογισμόs | balance sheet |
ισολογισμός των κινδύνων (του χαρτοφυλακίου) | balancing of portfolio |
ίσος | par |
ισότητα | parity |
ισοτιμία | exchange rate |
ισοτιμία συναλλάγματος | exchange |
ισχυρό νόμισμα | hard currency |