— I —
|
English |
Greek |
implied condition | συνεπαγόμενος όρος |
import | εισαγωγή |
import license | άδεια εισαγωγής |
import quota | όριο εισαγωγής |
improvements | βελτιώσεις |
incapacity | ανικανότητα |
inception of insurance cover | έναρξη ασφάλισης |
income | εισόδημα |
income | έσοδο |
income tax | φόρος εισοδήματος |
incoterms (International Commercial Terms) | Διεθνείς Εμπορικοί Οροι (μεταφορών) |
increase | αύξηση |
increase in value | υπεραξία |
increase of risk | επιδείνωση κινδύνου |
incurred but not reported (IBNR) | αναλογιστικός υπολογισμός μελλοντικών ζημιών |
incurred losses | ζημιές που συνέβησαν |
indemnity | αποζημίωση |
indemnity period | περίοδος αποζημίωσης |
index | δείκτης |
index clause | τιμαριθμική ρήτρα |
indication | ένδειξη (ασφαλίστρου) |
indirect business | έμμεσες εργασίες |
indirect loss of damage | αποθεματική ζημιά |
individual life insurance | ατομική ασφάλεια ζωής |
individual policy | ατομικό ασφαλιστήριο |
industrial fire risks insurance | ασφάλιση πυρός βιομηχανικών κινδύνων |
industrial relations | βιομηχανικές σχέσεις |
industrial risk | βιομηχανικός κίνδυνος |
inflation | πληθωρισμός |
information | πληροφορίες |
infringement | αθέτηση, παραβίαση |
in-full premium | ασφάλιστρο κατ΄αποκοπή |
inherent vice | ενυπάρχον ελάττωμα |
initial premium | αρχικό ασφάλιστρο |
inland marine insurance | ασφάλιση χερσαίων μεταφορών |
inland transport insurance | ασφάλιση μεταφορών εσωτερικού |
input - output analysis | ανάλυση input-output |
insolvency | αδυναμία πληρωμής |
inspection | επιθεώρηση |
inspector | επιθεωρητής |
installation | εγκατάσταση |
instalment | δόση |
insurability | ασφαλισιμότητα |
insurable interest | ασφαλίσιμο συμφέρον |
insurance | ασφάλεια |
insurance agent | ασφαλιστικός πράκτορας |
insurance broker | ασφαλειομεσίτης |
insurance certificate | πιστοποιητικό ασφάλισης |
insurance company | ασφαλιστική εταιρία |
insurance contract | ασφαλιστήριο συμβόλαιο, σύμβαση ασφάλισης |
insurance cover | ασφαλιστική κάλυψη |
insurance in force | ασφάλιση σε ισχύ |
insurance interest | ασφαλιστικό συμφέρον |
insurance law | ασφαλιστικό δίκαιο |
insurance period | περίοδος ασφάλισης |
insurance policy | ασφαλιστήριο συμβόλαιο |
insurance proposal | πρόταση ασφάλισης |
insurance protection | ασφαλιστική προστασία |
insurance terms and conditions | όροι ασφάλισης |
insure | ασφαλίζω |
insured | ασφαλιζόμενος |
insured interest | ασφαλιζόμενο αντικείμενο |
insured peril | καλυπτόμενος κίνδυνος |
insured value | ασφαλισμένη αξία |
insurer | ασφαλιστής |
intangible assets | ασώματες ακινητοποιήσεις |
interest | τόκος |
interest on debt | τόκος χρεωστικός |
interest profit | κέρδος από τόκους |
interest rate | επιτόκιο |
interest warrant | εντολή είσπραξης του μερίσματος |
interest-bearing account | τοκοφόρος λογαριασμός |
interim dividend | προκαταβολή κερδών |
intermediary | μεσίτης, μεσολαβών |
invalidity | ακυρότητα |
inventory | απογραφή αποθήκης |
investment | επένδυση |
investment trust | εταιρία επενδύσεων |
invisible export | άδηλη εξαγωγή |
invisible trade balance | ισοζύγιο των άδηλων εγγράφων |
invoice | τιμολόγιο |
IOU (I owe you) | εγώ σας οφείλω/αναγνώριση χρέους |
irredeemables | μη εξαγοράσιμος |
issuance | έκδοση |
issue | έκδοση |
issued capital | προεγγραφέν κεφάλαιο |
issuing house | εταιρία προώθησης |