— H —

English Greek
hailχαλάζι
hard currencyισχυρό νόμισμα
hazardκίνδυνος
head officeέδρα επιχείρησης
health examinationιατρική εξέταση
heirκληρονόμος
hire purchaseπώληση με δόσεις
hoardingθησαυρός
hold harmless agreementσυμφωνία περί μη ευθύνης
hold upένοπλη ληστεία
holding companyεταιρία συμμετοχών
home officeκεντρική έδρα
home owner's policyασφάλιση ιδιοκτήτη σπιτιού
horse powerιπποδύναμη
hospital expensesνοσοκομειακά έξοδα
hospitalisation insuranceασφάλιση νοσοκομειακής περίθαλψης
householder's comprehensive policyπλήρης ασφάλιση κατοικιών
housekeepingεπιμελής συντήρηση, εποπτεία χώρου
hull branchκλάδος σκαφών-πλοίων