— Γ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
γειτονικό, όμορο | adjacent |
γενεσιουργός αιτία | proximate cause |
γενικά διαχειριστικά έξοδα | general operating expenses |
γενικά έξοδα | general expenses |
γενικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις κατά ζημιών | general business |
γενικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις κατά ζημιών | non life business |
γενικές δαπάνες | overheads |
γενική αβαρία | general average |
γενική αστική ευθύνη | general third party liability |
γενικοί όροι | general provisions |
γενικοί όροι ασφάλισης | general policy conditions |
γενικός διευθυντής | general manager |
γενικός πράκτορας | general agent |
γήπεδα, οικόπεδα | land |
γραμμή, πλήρες | line |
γραφείο | office |
γραφείο χρόνων και μεθόδων | time and study |