— G —
|
English |
Greek |
garage liability | αστική ευθύνη σταθμού αυτοκινήτων |
general agent | γενικός πράκτορας |
general agreement | βασική συμφωνία |
general average | γενική αβαρία |
general business | γενικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις κατά ζημιών |
general expenses | γενικά έξοδα |
general manager | γενικός διευθυντής |
general operating expenses | γενικά διαχειριστικά έξοδα |
general policy conditions | γενικοί όροι ασφάλισης |
general provisions | γενικοί όροι |
general third party liability | γενική αστική ευθύνη |
gilt - edged (securities) | τίτλοι με χρυσό πλαίσιο |
glass insurance | ασφάλιση θραύσης κρυστάλλων |
gnome | νάνος |
GNP (gross national product) | ΑΕΠ (ακαθάριστο εθνικό προϊόν) |
gold standard | βάση χρυσού |
good faith (utmost) | καλή πίστη |
goods | εμπορεύματα |
goodwill | καλή πίστη |
government loan | κρατικό δάνειο |
government supervision | κρατική εποπτεία |
grace period | περίοδος χάριτος |
green card | πράσινη κάρτα |
gross | μικτό |
gross earnings | μικτά κέρδη |
gross income | μικτά έσοδα |
gross premium | μικτό ασφάλιστρο |
gross yield | μικτή απόδοση |
group insurance | ομαδική ασφάλιση |
group policy | ομαδικό ασφαλιστήριο |
growth rate | ποσοστό αύξησης |
growth stock | τίτλοι ανάπτυξης |
guarantee | εγγύηση |
guaranteed cash value | εγγυημένη αξία εξαγοράς |