— Φ —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
φάκελος | file |
φάκτοριγκ | factoring |
φερέγγυος | solvent |
φθίνουσες αποδόσεις | diminishing returns |
φθορά από χρήση | wear and tear |
φιλικός διακανονισμός | amicable settlement |
φορολογική χρήση | fiscal year |
φορολογικός | fiscal |
φόρος | tax |
φόρος αγορών | purchase tax |
φόρος εισοδήματος | capital gains tax |
φόρος εισοδήματος | income tax |
φόρος κληρονομιάς | death duty |
φόρος κληρονομιάς | estate duty |
φόρος κύκλου εργασιών (ΦΚΕ) | turnover tax |
φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) | value added tax (vat) |
φόρος στην κατηγορία μισθοδοσίας | payroll tax |
φόρος στις εταιρίες | corporation tax |
φορτίο | cargo |
φόρτωση σε container | containerisation |
φορτωτική | bill of lading |
φτηνά | cheap |
φτηνό νόμισμα | cheap money |
φύση (είδος) ζημιάς | nature of loss |
φύση εργασίας του χρήστη ενός χώρου | occupancy |
φυσιολογική λήξη "χαρτοφυλακίου" | "running off" of a portfolio" |