— Ε —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
εγγραφή στα λογιστικά βιβλία | book |
έγγραφο παράδοσης | bill of delivery |
εγγυημένη αξία εξαγοράς | guaranteed cash value |
εγγυημένο κεφάλαιο, ονομαστική αξία | face amount value |
εγγύηση | guarantee |
εγγύηση συμμετοχής σε διαγωνισμό | bid bond |
εγγύηση, ομόλογο | bond |
εγγυώμαι | pledge |
εγκατάλειψη | abandonment |
εγκαταστάσεις ασφαλείας | safety installations |
εγκατάσταση | installation |
εγκεκριμένη εταιρία | admitted company |
εγκεκριμένο | approved |
έγκριση | approval |
έγκυρο | valid |
εγχειρίδιο | manual |
εγώ σας οφείλω/αναγνώριση χρέους | IOU (I owe you) |
έδρα επιχείρησης | head office |
έδρα επιχείρησης | registered office |
εθνικό εισόδημα | national income |
εθνικό χρέος | national debt |
εθνικοποίηση | nationalisation |
ειδήσεις | news |
ειδικές επιβαρύνσεις | particular charges |
ειδικό αποθεματικό | special reserve |
ειδικοί όροι | special conditions |
ειδοποίηση καταγελίας/ακύρωσης | letter of cancellation |
εισαγωγή | import |
εισόδημα | income |
εισόδημα από κεφάλαιο | unearned income |
εισπράξεις | receipts |
είσπραξη ασφαλίστρων | collection of premiums |
εισφορά | contribution |
εκβολή (από το πλοίο) | jettison |
έκδηλη εξαγωγή | visible export |
εκδοθέν κεφάλαιο | capital issue |
έκδοση | issuance |
έκδοση | issue |
έκδοση δωρεάν μετοχών | scip capitalisation issue |
έκδοση κεφαλαίου | capital issue |
έκδοση με δικαίωμα υπογραφής | rights issue |
έκδοση που δεν έχει εξ ολοκλήρου υπογραφεί | undersubscribed |
έκθεση ζημιάς | loss report |
έκθεση πραγματογνωμοσύνης | survey report |
έκθεση σε κίνδυνο | exposure |
έκθεση, αναφορά | report |
εκκαθάριση | liquidation |
εκκαθαριστικός λογαριασμός | liquidation account |
εκκρεμή ασφάλιστρα | outstanding premiums |
εκκρεμής ζημιά | outstanding loss |
εκκρεμής ζημιά | pending loss |
εκπαίδευση | training |
εκπροσώπηση | representation |
εκπτώσεις λόγω μη ζημιάς | no claims bonus |
έκπτωση | discount |
έκπτωση ασφαλίστρων | premium discount |
έκπτωση, επιστροφή προμήθειας | rebate |
εκρηκτικά | explosives |
έκρηξη | explosion |
εκσκαφή | excavation |
έκταση ζημιάς | extent of damage |
εκταμίευση | disbursement |
εκταμίευση δανείου | loan disbursement |
εκτίμηση | appreciation |
εκτίμηση | assessment |
εκτίμηση | estimate |
εκτίμηση | valuation |
εκτίμηση αγοράς | market valuation |
εκτίμηση ζημιάς | appraisal of damage |
εκτίμηση κινδύνου | risk appraisal |
εκτίμηση κινδύνου | risk assessment |
εκχωρηθείσα αντασφάλιση | reinsurance ceded |
εκχώρηση | cession |
εκχωρήτρια εταιρία | ceding company |
εκχωρούμενη αντασφάλιση | outwards reinsurance |
εκχωρώ | cede |
ελαστικότητα | elasticity |
ελάττωμα | defect |
ελάχιστο ασφάλιστρο | minimum premium |
ελάχιστο καταβλητέο ασφάλιστρο | deposit premium |
ελεγκτής | auditor |
έλεγχος | control |
έλεγχος ισολογισμού | budgetary control |
έλεγχος παραγωγής | process control |
έλεγχος ποιότητας | quality control |
έλεγχος συναλλάγματος | exchange control |
ελεύθερα μερικής αβαρίας | free of particular average (fpa) |
ελεύθερη αγορά | free market |
ελεύθερη συναλλαγή | free trade |
ελεύθερος επί του πλοίου | FOB (free on board) |
έλλειμμα | deficit |
έμβασμα | remittance |
έμμεσες εργασίες | indirect business |
έμμεσοι φόροι | excise |
εμπάργκο | embargo |
εμπειρία από ζημίες | loss experience |
εμπειρία από προηγούμενες ζημίες | claims experience |
εμπειρία τιμολόγησης | rating experience |
εμπορεύματα | goods |
εμπορική τράπεζα | commercial bank |
εμπορικό έλλειμμα | trade gap |
εμπορικό ισοζύγιο | trade balance |
εμπόριο | trade |
εμπράγματη εγγύηση | collateral |
εμπρησμός | arson |
εναγόμενος | defendant |
ενάγων | plaintiff |
έναρξη ασφάλισης | inception of insurance cover |
έναρξη ισχύος | coming into force |
ένδειξη (ασφαλίστρου) | indication |
ενεργητικές μετοχές | active stocks |
ενεργητικό | assets |
ενέχυρο | pledge |
ενημερωμένη ροή ταμείου | discounted cash flow |
ενιαίο ασφάλιστρο | single premium |
ενιαίο γενικό λογιστικό σχέδιο (ΕΓΛΣ) | greek general accounting plan (EGLS) |
ενιαίο κόστος (του προϊόντος) | piece rate |
ενιαίοι γενικοί όροι ασφαλιστηρίου | standard policy conditions |
ενοίκιο | rent |
ένοπλη ληστεία | hold up |
ενοποιημένος λογαριασμός | consolidated account |
εντολή | order (commission) |
εντολή είσπραξης του μερίσματος | dividend |
εντολή είσπραξης του μερίσματος | interest warrant |
έντυπα προτιμήσεων | preferential forms |
έντυπο | form |
έντυπο αίτησης | application form |
έντυπο αίτησης, πρόταση ασφάλισης | proposal form |
ενυπάρχον ελάττωμα | inherent vice |
ενυπόθηκο δάνειο | mortgage loan |
εξαγορά, εξόφληση | redemption |
εξαγοράζω | redeem |
εξαγωγή | export |
εξαίρεση | exclusion |
έξαρση αγοράς | market boom |
εξαρτώμενο μέλος | dependant |
εξέγερση | riot |
εξέταση | examination |
έξοδα | expenses |
έξοδα διακανονισμού ζημιών | adjustment costs |
έξοδα διακανονισμού ζημιών | claims expenses |
έξοδα διάσωσης | salvage expenses |
έξοδα διαχείρισης | management expenses |
έξοδα είσπραξης | collection costs |
έξοδα μεταφοράς σε μαούνες | lighterage |
έξοδα πραγματογνωμοσύνης | survey fees |
εξοπλισμός | capital goods |
εξοπλισμός | fixtures |
εξουσιοδοτημένοι θεματοφύλακες | authorised depositories |
εξουσιοδότηση | authorisation |
εξόφληση, επιστροφή χρημάτων | reimbursement |
έξτρα φόρος | surtax (supertax) |
ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) | EEC (European Economic Community) |
επάγγελμα | profession |
επαγγελματική αμέλεια | malpractice |
επαγγελματική ασθένεια | occupational disease |
επαγγελματική εκπαίδευση | vocational training |
επαγγελματικό ατύχημα | occupational accident |
επαγγελματικός κίνδυνος | occupational hazard |
επακόλουθη ζημιά | consequential loss |
επαναφορά σε ισχύ | reinstatement |
επανεκτίμηση | revaluation |
επανεκχώρηση | retrocession |
επασφάλιστρο | additional premium |
επασφάλιστρο | extra premium |
επασφάλιστρο λόγω ζημιάς | penalty for bad loss experience (opposite to bonus |
επασφάλιστρο λόγω ζημιών | malus |
επενδύσεις | capital spending |
επενδύσεις unit trust | unit trust |
επένδυση | investment |
επεξεργασία δεδομένων | data processing |
επέτειος συμβολαίου | anniversary date |
επιβαρυμένος κίνδυνος | aggravated risk |
επιβάρυνση (του ασφαλίστρου) | loading |
επιβάτης | passenger |
επιδείνωση κινδύνου | increase of risk |
επιδιαιτητής | umpire |
επιθεώρηση | inspection |
επιθεωρητής | inspector |
επικουρία | subsidy |
επικουρική ρήτρα | subsidiary clause |
επιλεκτικός φόρος στην απασχόληση | selective employment tax |
επιλογή | selection |
επιμελής συντήρηση, εποπτεία χώρου | housekeeping |
έπιπλα | furniture |
επίσημος τόκος έκπτωσης | bank rate |
επιστολή κατανομής | allotment letter |
επιστρεφόμενη προμήθεια | return commission |
επιστροφή | return |
επιστροφή ασφαλίστρου | premium refund |
επιστροφή ασφαλίστρων | premium return |
επιστροφή ασφαλίστρων | return of premium |
επιστροφή λόγω μη ατυχήματος (ζημιάς) | bonus |
επιστροφή πληρωμής | refund |
επιστροφή προμήθειας | return of commission |
επισφαλής οφειλή | bad debt |
επιτόκιο | interest rate |
επιτόκιο συναλλάγματος | exchange rate |
επιχείρηση | business |
επιχείρηση | enterprise |
εποπτεία | supervision |
εποπτική αρχή | supervisory authority |
εργαλείο | machine tool |
εργασία γραφείου | office work |
εργασία με βάρδιες | shift work |
εργασία σε εξέλιξη | work-in progress |
εργατικό ατύχημα | accident at work |
έργο, σύμβαση έργου | project |
εργοδότης | employer |
εργοδότης | principal |
εργολάβος | contractor |
εργοστάσιο | factory |
εργοτάξιο | job site |
έρευνα | research |
έρευνα αγοράς | market research |
έρευνα λειτουργίας | operation research |
ερωτηματολόγιο | questionnaire |
έσοδο | income |
εταιρία | company |
εταιρία | firm |
εταιρία ατόμων | partnership |
εταιρία δημοσίου κεφαλαίου | public corporation |
εταιρία επενδύσεων | investment trust |
εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου | open ended trust |
εταιρία περιορισμένης ευθύνης | limited liability company |
εταιρία προώθησης | issuing house |
εταιρία συμμετοχών | holding company |
εταίρος | associate, partner |
ετερόρρυθμη εταιρία | partnership company |
ετήσια έκθεση | annual statement |
ετήσια πρόσοδος | annuity |
ετήσιο ασφάλιστρο | annual premium |
ετήσιος λογαριασμός | annual account |
έτος κατασκευής / ναυπήγησης | built |
έτος κατασκευής / ναυπήγησης | year of built |
ευθύνη προϊόντων | products liability |
ευρεία νοσοκομειακή ασφάλιση | major hospitalisation insurance |
ευρωπαϊκή οργάνωση ελευθέρων συναλλαγών | EFTA (European free freihan-trade association) |
εφάπαξ ασφάλιστρο | flat premium |
εφαπτόμενο | adjoining |