— D —
|
English |
Greek |
DAF, Delivered At Frontier (incoterms) | παραδοτέο στα σύνορα (….κατονομαζόμενος τόπος) |
daily allowance (compensation) | ημερήσια αποζημίωση |
damage | ζημιά |
data processing | επεξεργασία δεδομένων |
date of issue | ημερομηνία έκδοσης |
date of loss | ημερομηνία ζημιάς |
date of maturity | ημερομηνία λήξης |
DDP, Delivered Duty Paid (incoterms) | παραδοτέο, δασμός πληρωμένος |
DDU, Delivered Duty Unpaid (incoterms) | παραδοτέο, δασμός απλήρωτος |
deal | μεταβίβαση |
dealer | διαπραγματευτής χρηματιστηρίου |
dear money | χρήμα στην άνοδο (ακριβό) |
death | θάνατος |
death benefit | κάλυψη θανάτου |
death certificate | πιστοποιητικό θανάτου |
death duty | φόρος κληρονομιάς |
debenture | ομολογία |
debit | χρέωση |
debris | συντρίμμια |
debris removal | αποκομιδή συντριμμάτων |
debt | χρέος |
debtor | χρεώστης |
declaration | δήλωση |
declaration policy | δηλωτικό ασφαλιστήριο |
decline list | λίστα μη αποδεκτών κινδύνων |
deductible | απαλλαγή (αφαιρετέα από την ασφαλιστική αποζημίωση) |
deed of transfer | πράξη μεταβίβασης |
defaulter | αφερέγγυος |
defect | ελάττωμα |
defendant | εναγόμενος |
deferred | συσσωρευτική, |
deferred liability | πάγια παθητικά |
deficit | έλλειμμα |
deficit financing | οικονομικό έλλειμμα |
deflation | αντιπληθωρισμός |
degree of damage | βαθμός ζημιάς |
degree of disablement | βαθμός αναπηρίας |
degree of risk | βαθμός κινδύνου |
delivery | παράδοση αντικειμένου, αποστολή |
delivery date | ημερομηνία αποστολής |
delivery of policy | παράδοση συμβολαίου |
demand | ζήτηση |
dependant | εξαρτώμενο μέλος |
deposit | κατάθεση |
deposit account | λογαριασμός καταθέσεων |
deposit premium | ελάχιστο καταβλητέο ασφάλιστρο |
depreciation | απομείωση |
depreciation | απόσβεση |
depreciation | υποτίμηση |
depression | ύφεση |
DEQ, Delivered Ex Quay (Duty Paid) (incoterms) | παραδοτέο εκ της προκυμαίας (δασμός πληρωμένος) |
DES, Delivered Ex Ship (incoterms) | παραδοτέο εκ του πλοίου |
description of risk | περιγραφή κινδύνου |
devaluation | υποτίμηση |
developing country | αναπτυσσόμενη χώρα |
development | ανάπτυξη |
deviation | παρέκκλιση |
difference | διαφορά |
dimension | διάσταση |
diminishing returns | φθίνουσες αποδόσεις |
direct business | απευθείας εργασία |
direct insurance | απευθείας ασφάλιση |
direct insurer | πρωτασφαλιστής |
director | διευθυντής |
disability annuity | σύνταξη αναπηρίας |
disability income | ασφάλιση εισοδήματος λόγω αναπηρίας |
disability insurance | ασφάλιση ανικανότητας |
disabled person | ανάπηρος |
disablement | ανικανότητα για εργασία |
disbursement | εκταμίευση |
disclosure | δήλωση |
discount | έκπτωση |
discounted cash flow | ενημερωμένη ροή ταμείου |
dismemberment | ακρωτηριασμός |
distribution | διανομή, κατανομή, διάθεση |
diversification | διαφοροποίηση |
dividend | εντολή είσπραξης του μερίσματος |
dividend | μέρισμα |
dividend counterfoil | στέλεχος μερίσματος |
dividend cover | κάλυψη του μερίσματος |
docket | λογαριασμός |
dollar premium | ζώνη του δολαρίου |
dollar stocks | αξίες σε δολάρια |
domicile | μόνιμη κατοικία |
double insurance | διπλή ασφάλιση |
double option | διπλή προτίμηση |
double taxation relief | απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση |
drawing board | πίνακας για σχεδιασμό |
drawings | κληρώσεις |
dumping | ξεφόρτωμα μετοχών |
durables | διαρκή αγαθά |
duration of coverage | διάρκεια κάλυψης |
duty | δασμός, φόρος |