— C —
|
English |
Greek |
calendar year | ημερολογιακό έτος |
call option | συμβόλαιο με πριμ don't |
calls | απαιτήσεις κατάθεσης |
cancellation | ακύρωση |
capacity | ανώτατο όριο αποδοχής κινδύνου |
capital | κεφάλαιο |
capital distribution | διανομή από κεφάλαιο |
capital gains tax | φόρος εισοδήματος |
capital goods | εξοπλισμός |
capital intensive | προϊόν που βασίζεται σε κεφάλαιο |
capital issue | εκδοθέν κεφάλαιο |
capital issue | έκδοση κεφαλαίου |
capital reduction | μείωση κεφαλαίου |
capital reserves | αποθέματα κεφαλαίου |
capital spending | επενδύσεις |
capitalisation | κεφαλαιοποίηση |
captive | θυγατρική, ''αιχμάλωτος'' |
cargo | ασφάλιση μεταφορών |
cargo | φορτίο |
cargo branch | κλάδος μεταφορών |
cargo handling | χειρισμός φορτίου |
carrier | μεταφορέας |
cash | μετρητά |
cash bonus | χρηματικό πριμ |
cash flow | ταμειακή ρευστότητα |
cash payment | πληρωμή μετρητοίς |
cash settlement | ρύθμιση τοις μετρητοίς |
cash transaction | πράξη μετρητοίς |
cash value | αξία τοις μετρητοίς, αξία εξαγοράς |
cash-in-safe insurance | ασφάλιση περιεχομένου χρηματοκιβωτίου |
cash-in-transit insurance | ασφάλιση μεταφοράς χρημάτων |
casualty branch | κλάδος ατυχημάτων |
catastrophe loss | καταστροφική ζημιά |
catastrophe reserve | απόθεμα για καταστροφικούς κινδύνους |
catastrophe risk | καταστροφικός κίνδυνος |
cause | αίτιο |
cede | εκχωρώ |
ceding company | εκχωρήτρια εταιρία |
central bank | κεντρική τράπεζα |
certificate | πιστοποιητικό |
certification | πιστοποίηση |
cessation | αναστολή |
cession | εκχώρηση |
CFR, Cost And Freight (incoterms) | αξία και ναύλος |
chairman | πρόεδρος |
change | αλλαγή, μεταβολή |
charter | καταστατικό |
cheap | φτηνά |
cheap money | φτηνό νόμισμα |
checking account | λογαριασμός όψεως |
CIF, Cost, Insurance and Freight (incoterms) | αξία, ασφάλεια και ναύλος |
CIP, Carriage And Insurance Paid To (incoterms) | μεταφορά και ασφάλεια πληρωμένη μέχρι |
civil commotion | πολιτική ταραχή |
claim | απαίτηση |
claim paid | πληρωθείσα ζημιά |
claim reserve | απόθεμα ζημιάς |
claim settlement | διακανονισμός ζημιάς |
claims adjuster | πραγματογνώμονας |
claims department | τμήμα αποζημιώσεων |
claims expenses | έξοδα διακανονισμού ζημιών |
claims experience | εμπειρία από προηγούμενες ζημίες |
claims record | μητρώο προηγουμένων ζημιών |
class of construction | τάξη κατασκευής οικοδομής |
class of insurance | κλάδος ασφάλισης |
class of risk | κατηγορία κινδύνου |
classification of risks | ταξινόμηση κινδύνων |
clause | ρήτρα |
clearing bank | τράπεζα clearing |
client | πελάτης |
closing prices | τιμή κλεισίματος |
COD (cash on delivery) | παράδοση έναντι πληρωμής |
code | κώδικας |
co-insurance | συνασφάλεια |
co-insurer | συνασφαλιστής |
collapse | κατάρρευση |
collateral | εμπράγματη εγγύηση |
collecting commission | προμήθεια είσπραξης |
collection charges | τέλη είσπραξης αποζημίωσης |
collection costs | έξοδα είσπραξης |
collection of premiums | είσπραξη ασφαλίστρων |
collision | σύγκρουση |
combined | συνδυασμένη |
coming into force | έναρξη ισχύος |
commercial bank | εμπορική τράπεζα |
commission | προμήθεια |
commitment | δέσμευση |
commodity | υλικά αγαθά |
common market | κοινή αγορά |
common stocks/shares | κοινές μετοχές |
company | εταιρία |
compensation | αποζημίωση |
competency (of court ) | αρμοδιότητα (δικαστηρίου) |
competition | ανταγωνισμός |
component | μέρος |
compound interest | ανατοκισμός |
comprehensive insurance | μικτή ασφάλιση |
compromise | συμβιβασμός |
compulsory insurance | υποχρεωτική ασφάλιση |
computer | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
concealment | απόκρυψη |
concession | παραχώρηση |
conclude | συνάπτω συμφωνία |
confiscation | δήμευση |
consequential loss | επακόλουθη ζημιά |
consideration | αντάλλαγμα |
consolidated account | ενοποιημένος λογαριασμός |
consols | πάγια κονδύλια |
construction material | υλικά κατασκευής |
constructive total loss | τεκμαρτή ολική απώλεια |
consultant | σύμβουλος |
consumer | καταναλωτής |
consumer goods | καταναλωτικά αγαθά |
containerisation | φόρτωση σε container |
contango | ξεχωριστή μεταφορά |
contents | περιεχόμενα |
contingency | απρόβλεπτο |
contingency fund reserve | αποθεματικό ασφαλείας, έκτακτο αποθεματικό |
contingent liability | βοηθητική ευθύνη |
contract | σύμβαση |
contract | συμβόλαιο |
contracting party | συμβαλλόμενος |
contractor | εργολάβος |
contractors all risk insurance | ασφάλιση κατά παντός κινδύνου εργολάβων |
contractual liability | συμβατική ευθύνη |
contribution | εισφορά |
control | έλεγχος |
control system | σύστημα ελέγχου |
conversion | μετατροπή |
convertible currency | μετατρέψιμο νόμισμα |
conveyance | μεταφορικό μέσο |
conveyancing | λειτουργίες σχετικά με μεταβιβάσεις ακινήτων |
co-operative society | συνεταιρισμός |
co-ordinator | συντονιστής |
corporation tax | φόρος στις εταιρίες |
cost | κόστος |
cost of living | κόστος ζωής |
cost of living index | τιμάριθμος κόστους ζωής |
counter balance | αντισταθμίζω, ισοζυγίζω |
counter-selection | αντεπιλογή |
coupon | μέρισμα |
court | δικαστήριο |
cover note | αποδοχή κάλυψης, ασφαλιστήριο, απόδειξη κάλυψης |
coverage | κάλυψη |
CPT, Carriage Paid To (incoterms) | μεταφορά πληρωμένη μέχρι |
credit | πίστωση |
credit balance squeeze | περιορισμός πίστωσης |
credit insurance | ασφάλιση πιστώσεων |
creditor | πιστωτής |
critical path analysis | ανάλυση της κρίσιμης γραμμής |
crop hail insurance | ασφάλιση χαλάζης |
cumulative preference share | προνομιούχα μετοχή |
currency | νόμισμα |
current account | τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός όψεως |
current assets | κυκλοφορούν ενεργητικό |
current liabilities | τρέχουσες υποχρεώσεις |
current liability | βραχυπρόθεσμο παθητικό |
current value (present value) | τρέχουσα αξία |
current yield | τρέχουσα απόδοση |
customs duty | τελωνιακός δασμός |