— Β —

Ελληνικά Αγγλικά
βαθμός αναπηρίαςdegree of disablement
βαθμός ζημιάςdegree of damage
βαθμός κινδύνουdegree of risk
βανδαλισμόςvandalism
βάροςweight
βάσεις υπολογισμούbasis of calculation
βάση χρυσούgold standard
βασική συμφωνίαgeneral agreement
βασικό ασφάλιστροbasic premium
βελτιώσειςbetterment
βελτιώσειςimprovements
βιομηχανικές σχέσειςindustrial relations
βιομηχανικός κίνδυνοςindustrial risk
βιώσιμοςviable
βοηθητική ευθύνηcontingent liability
βραχυκύκλωμαshort circuit
βραχυπρόθεσμαshort term
βραχυπρόθεσμες υποχρεώσειςshort term liabilities
βραχυπρόθεσμη ασφάλισηshort term insurance
βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπίαjobbing in and out
βραχυπρόθεσμο παθητικόcurrent liability
βραχυπρόθεσμοι τίτλοιshorts