— B —

English Greek
back wardationντεπόρ
backdatingπροχρονολόγηση
bad debtεπισφαλής οφειλή
baileeθεματοφύλακας
balanceισοζύγιο
balance of paymentsισοζύγιο πληρωμών
balance sheetισοζύγιο
balance sheetισολογισμόs
balancing of portfolioισολογισμός των κινδύνων (του χαρτοφυλακίου)
bankτράπεζα
bank rateεπίσημος τόκος έκπτωσης
bank rate (interest)τραπεζικός τόκος
bankruptcyπτώχευση
bargainκαλή τιμή
basic premiumβασικό ασφάλιστρο
basis of calculationβάσεις υπολογισμού
bear marketαρνητικό trend στο χρηματιστήριο
bearer stockμετοχές πληρωτέες στον κομιστή
beneficiaryδικαιούχος
benefitπαροχή
bettermentβελτιώσεις
bidπροσφορά (σε δημοπρασία)
bid bondεγγύηση συμμετοχής σε διαγωνισμό
bill of deliveryέγγραφο παράδοσης
bill of ladingφορτωτική
binderδεσμευτική συμφωνία
bindingδεσμευτικός
binding receiptδεσμευτική απόδειξη
black marketμαύρη αγορά
blanket policyανοικτό συμβόλαιο
blue chipsασφαλείς τίτλοι μεγάλων εταιρειών
board of directorsδιοικητικό συμβούλιο
board of managementδιοικητικό συμβούλιο
bodily injuryσωματική βλάβη
boiler & machinery insuranceασφάλιση μηχανικών βλαβών
bondεγγύηση, ομόλογο
bondομολογία
bonded warehouseτελωνιακή αποθήκη
bonusεπιστροφή λόγω μη ατυχήματος (ζημιάς)
book εγγραφή στα λογιστικά βιβλία
book lossλογιστική ζημιά
book profitλογιστικό κέρδος
book valueλογιστική αξία
book-keepingλογιστική
bordereaueμπορντερό (ρεπόρτ για τζίρο μηνός)
branchκλάδος
branch managerδιευθυντής υποκαταστήματος
branch officeυποκατάστημα
breakageθραύση
break-up valueαξία ρευστοποίησης
brokerασφαλειομεσίτης, μεσίτης
brokerδιαμεσολαβητής
brokerageμεσολάβηση
brokerageπρομήθεια ασφαλειομεσίτη
budgetπροϋπολογισμός
budgetary controlέλεγχος ισολογισμού
buffer stockαπόθεμα ασφαλείας
buildingκτίριο
builtέτος κατασκευής / ναυπήγησης
bull marketθετικό trend στο χρηματιστήριο
burglaryδιάρρηξη
bursting of pipesδιάρρηξη σωληνώσεων
businessεπιχείρηση
business interruptionδιακοπή εργασιών
buying-inαγοράζω