— Α —
|
Ελληνικά |
Αγγλικά |
αβαρία σε πλοίο |
average |
αβέβαιος κίνδυνος |
speculative risk |
αγορά (η) |
market |
αγορά του διαθέσιμου |
spot market |
αγορά, συναλλαγές |
market business |
αγοράζω |
buying-in |
αγοραία αξία |
market value |
αγοραστής |
vendee |
αγροτική ασφάλιση |
agricultural insurance |
άδεια |
license |
άδεια εισαγωγής |
import license |
άδεια εξαγωγής |
export license |
άδηλη εξαγωγή |
invisible export |
αδυναμία πληρωμής |
insolvency |
αδύναμο νόμισμα |
soft currency |
ΑΕΠ (ακαθάριστο εθνικό προϊόν) |
GNP (gross national product) |
αεροπορική ασφάλιση |
aviation insurance |
αεροπορικός κίνδυνος |
aviation risk |
αθέτηση, παραβίαση |
infringement |
αίτημα υπογραφής |
application momey |
αίτηση |
proposal |
αίτιο |
cause |
αιτιώδης αστική ευθύνη |
strict liability |
αιτών |
applicant |
ακίνητη περιουσία |
real estate |
ακινητοποιημένο ενεργητικό |
fixed assets |
ακρωτηριασμός |
dismemberment |
άκυρο |
void |
άκυρο και κενό |
null and void |
ακυρότητα |
invalidity |
ακυρότητα |
nullity |
ακύρωση |
cancellation |
αλλαγή, μεταβολή |
change |
αλληλοασφαλιστική εταιρία |
mutual society |
αλυσιδωτή παραγωγή |
mass production |
αμέλεια |
negligence |
άμεση επένδυση |
trade investments |
αμοιβαιότητα |
reciprocity |
αμοιβή |
fee |
αναβαλλόμενη μετοχή |
founders’ share |
αναγωγή |
recourse |
αναδρομική ισχύς |
retroactive effect |
ανάθεση εργασίας |
assignment |
αναθέτω |
assign |
ανάκτηση |
recovery |
αναλαμβάνω |
assume |
αναλαμβάνω κίνδυνο |
underwrite |
αναλαμβάνων την ασφάλιση |
underwriter |
ανάληψη ασφάλισης |
underwriting |
ανάληψη πέραν του πιστωτικού ορίου |
overdraft |
ανάληψη χαρτοφυλακίου |
assumption of portfolio |
αναλογικά |
pro rata |
αναλογική κατανομή |
proportional allotment |
αναλογικό |
proportional |
αναλογικός επιμερισμός |
apportionment |
αναλογικός όρος |
average clause |
αναλογιστής |
actuary |
αναλογιστικό κόστος |
actuarial cost |
αναλογιστικός υπολογισμός μελλοντικών ζημιών |
incurred but not reported (IBNR) |
ανάλυση input-output |
input – output analysis |
ανάλυση της κρίσιμης γραμμής |
critical path analysis |
αναμενόμενη μέγιστη ζημία |
expected maximum loss (EML) |
αναμενόμενο-προβλεπόμενο κέρδος |
anticipated profit |
ανανέωση |
renewal |
ανάπηρος |
disabled person |
αναπροσαρμογή (ωρομισθίων), κοινωνική πρόνοια |
social insurance (security) |
αναπροσαρμοζόμενη προμήθεια |
sliding scale commission |
ανάπτυξη |
development |
αναπτυσσόμενη χώρα |
developing country |
αναστολή |
cessation |
ανασφάλιστος |
uninsured |
ανατίμηση |
revaluation |
ανατοκισμός |
compound interest |
ανεμοθύελλα |
windstorm |
ανεπιθύμητος κίνδυνος |
undesirable risk |
ανεργία |
unemployment |
ανθεκτικό στη φωτιά |
fire resistive |
ανικανότητα |
incapacity |
ανικανότητα για εργασία |
disablement |
ανοικτή θέση |
open position |
ανοικτό συμβόλαιο |
blanket policy |
ανταγωνισμός |
competition |
αντάλλαγμα |
consideration |
αντασφάλιση |
reinsurance |
αντασφάλιση αναληφθείσα |
reinsurance accepted |
αντασφάλιση αναλογική |
quota share reinsurance |
αντασφάλιση υπερβάλλοντος ποσοστού ζημιάς |
stop loss reinsurance |
αντασφαλιστής |
reinsurer |
αντασφαλιστική εταιρία |
reinsurance company |
αντεπιλογή |
anti-selection |
αντεπιλογή |
counter-selection |
αντικατάσταση |
replacement |
αντικείμενο αξίας |
valuable |
αντικείμενο ασφάλισης |
object insured |
αντίκλητος |
proxy (person) |
αντιπληθωρισμός |
deflation |
αντισταθμίζω, ισοζυγίζω |
counter balance |
αντιστροφή του βάρους απόδειξης |
reversed onus of proof |
ανώνυμη εταιρία |
joint-stock company |
ανώνυμη εταιρία |
societe anonyme (SA) |
ανώτατη ζημιά |
maximum loss |
ανώτατο όριο αποδοχής κινδύνου |
capacity |
ανωτέρα βία |
force majeure |
ανώτερη βία |
vis major |
αξία |
value |
αξία ανακατασκευής |
reinstatement value |
αξία αντικατάστασης |
replacement value |
αξία εκποίησης βλαβέντων πραγμάτων – έσοδα |
proceeds |
αξία εξαγοράς |
surrender value |
αξία πρόσκτησης/αγοράς |
purchase value |
αξία ρευστοποίησης |
break-up value |
αξία τοις μετρητοίς, αξία εξαγοράς |
cash value |
αξία, τιμή |
worth |
αξίες παροχής |
trading assets |
αξίες σε δολάρια |
dollar stocks |
αξιοπλοϊμότητα |
seaworthiness |
απαγορευμένος κίνδυνος |
prohibited risk |
απαιτήσεις κατάθεσης |
calls |
απαιτήσεις προς πληρωμή |
receivables |
απαίτηση |
claim |
απαλλαγή (αφαιρετέα από την ασφαλιστική αποζημίωση) |
deductible |
απαλλαγή (αφαιρετέα από την ασφαλιστική αποζημίωση) |
excess |
απαλλαγή (της εταιρίας) |
waiver |
απαλλαγή από τη διπλή φορολόγηση |
double taxation relief |
απάτη |
fraud |
απελευθέρωση |
release |
απεργία |
strike |
απευθείας ασφάλιση |
direct insurance |
απευθείας εργασία |
direct business |
απλή ασφάλεια ζωής |
term insurance |
απλήρωτος |
unpaid |
απλός κίνδυνος |
simple risk |
απογραφή αποθήκης |
inventory |
απόδειξη |
receipt |
απόδειξη απαίτησης ζημίας |
proof of loss |
απόδειξη ασφαλίστρων |
premium receipt |
απόδειξη, τεκμήριο |
evidence |
αποδέκτης πληρωμής |
payee |
απόδοση |
yield |
απόδοση επί της επιστροφής |
redemption yield |
απόδοση κερδών |
profitability |
αποδοχή |
acceptance |
αποδοχή κάλυψης, ασφαλιστήριο, απόδειξη κάλυψης |
cover note |
αποδοχή μη επιθυμητών κινδύνων |
accommodation line |
αποζημίωση |
compensation |
αποζημίωση |
indemnity |
απόθεμα |
stock |
απόθεμα ασφαλείας |
buffer stock |
απόθεμα για καταστροφικούς κινδύνους |
catastrophe reserve |
απόθεμα εκκρεμών ζημιών |
provision for outstanding claims |
απόθεμα εκκρεμών ζημιών |
reserve for pending (outstanding) claims |
απόθεμα ζημιάς |
claim reserve |
απόθεμα κινδύνων σε ισχύ |
premium reserve |
απόθεμα, αποθεματικό |
reserve |
αποθέματα |
reserves |
αποθέματα |
stock (inventory) |
αποθέματα κερδών |
revenue reserves |
αποθέματα κεφαλαίου |
capital reserves |
αποθεματική ζημιά |
indirect loss of damage |
αποθεματικό ασφαλείας |
reserve for contingencies |
αποθεματικό ασφαλείας, έκτακτο αποθεματικό |
contingency fund reserve |
αποθεματικό για μελλοντικούς φόρους |
future tax reserve |
αποθεματικό κεφάλαιο |
reserve fund |
αποθεματικό φόρου |
reserve for taxes |
αποκατάσταση |
rehabilitation |
αποκομιδή συντριμμάτων |
debris removal |
απόκομμα |
slip |
απόκρυψη |
concealment |
απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων |
non disclosure of material facts |
απομείωση |
depreciation |
απόρριψη |
rejection |
απόσβεση |
amortisation, redemption |
απόσβεση |
depreciation |
απόσβεση |
sinking fund |
απόσβεση (δανείου) |
redemption |
απόσβεση κεφαλαίου |
watered stock |
απόσπασμα λογαριασμού |
statement of account |
αποστολή |
assignment |
αποταμίευση, οικονομία |
saving |
αποτελέσματα χρήσης |
profit and loss account |
απόφαση διαιτησίας |
arbitration award |
απρόβλεπτο |
contingency |
απώλεια ενοικίων |
loss of rent |
απώλεια κερδών |
loss of profits |
αριθμός |
number |
αριθμός ασφαλιστηρίου |
policy number |
αριθμός κυκλοφορίας/αριθμός πινακίδας |
plate number |
αρμοδιότητα (δικαστηρίου) |
competency (of court ) |
αρνητικό trend στο χρηματιστήριο |
bear market |
αρπαγή από τα κύματα |
washing overboard |
αρχικό ασφάλιστρο |
initial premium |
ασθένεια |
sickness |
αστική ευθύνη |
public liability |
αστική ευθύνη εργοδότη |
employer’s liability |
αστική ευθύνη σταθμού αυτοκινήτων |
garage liability |
ασφάλεια |
insurance |
ασφάλεια |
security |
ασφάλεια ζώντων ζώων, κτηνασφαλίσεις |
livestock insurance |
ασφαλειομεσίτης |
insurance broker |
ασφαλειομεσίτης, μεσίτης |
broker |
ασφαλείς τίτλοι μεγάλων εταιρειών |
blue chips |
ασφαλιζόμενη περίοδος |
policy period |
ασφαλιζόμενο αντικείμενο |
insured interest |
ασφαλιζόμενο ποσό |
amount insured |
ασφαλιζόμενο ποσό (κεφάλαιο) |
sum insured |
ασφαλιζόμενος |
insured |
ασφαλίζω |
insure |
ασφαλίζω, αναλαμβάνω κίνδυνο |
write |
ασφάλιση αεροσκαφών |
aircraft hull insurance |
ασφάλιση ανέγερσης-συναρμολόγησης |
erection insurance |
ασφάλιση ανεργίας |
unemployment insurance |
ασφάλιση ανικανότητας |
disability insurance |
ασφάλιση αποσκευών |
luggage insurance |
ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτων |
motor third party insurance |
ασφάλιση αστικής ευθύνης ιδιοκτήτη ακινήτου |
landlord’s liability |
ασφάλιση ατυχήματος |
accident insurance |
ασφάλιση αυτοκινήτων |
automobile insurance |
ασφάλιση αυτοκινήτων |
motor insurance |
ασφάλιση δάσους |
forest insurance |
ασφάλιση εισοδήματος λόγω αναπηρίας |
disability income |
ασφάλιση εμπιστοσύνης υπαλλήλων |
fidelity guarantee |
ασφάλιση εναερίων μεταφορών |
air transport insurance |
ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης |
professional liability insurance |
ασφάλιση επιβατών |
passenger insurance |
ασφάλιση επιβίωσης, μικτή ασφάλιση ζωής |
endowment assurance |
ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων |
workmen’s compensation insurance |
ασφάλιση ευθύνης |
liability insurance |
ασφάλιση ζωής |
life assurance/insurance |
ασφάλιση θραύσης κρυστάλλων |
glass insurance |
ασφάλιση θραύσης κρυστάλλων |
plate glass insurance |
ασφάλιση ιδιοκτήτη σπιτιού |
home owner’s policy |
ασφάλιση κατά θύελλας και καταιγίδας |
storm and tempest insurance |
ασφάλιση κατά παντός κινδύνου |
all risks insurance |
ασφάλιση κατά παντός κινδύνου εργολάβων |
contractors all risk insurance |
ασφάλιση κατά πυρός |
fire insurance |
ασφάλιση μεταφοράς χρημάτων |
cash-in-transit insurance |
ασφάλιση μεταφορών |
cargo |
ασφάλιση μεταφορών |
marine |
ασφάλιση μεταφορών |
transport insurance |
ασφάλιση μεταφορών εσωτερικού |
inland transport insurance |
ασφάλιση μητρότητας |
maternity insurance |
ασφάλιση μηχανικών βλαβών |
boiler & machinery insurance |
ασφάλιση μηχανικών βλαβών |
machinery breakdown insurance |
ασφάλιση ναύλων |
freight insurance |
ασφάλιση νέου έναντι παλαιού |
new for old |
ασφάλιση νομικής προστασίας |
legal expenses insurance |
ασφάλιση νοσοκομειακής περίθαλψης |
hospitalisation insurance |
ασφάλιση περιεχομένου χρηματοκιβωτίου |
cash-in-safe insurance |
ασφάλιση πιστώσεων |
credit insurance |
ασφάλιση πλήρους αξίας |
full value insurance |
ασφάλιση πλοίων |
marine hull insurance |
ασφάλιση προσωπικής αστικής ευθύνης |
personal liability insurance |
ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων |
personal accident insurance |
ασφάλιση πυρός βιομηχανικών κινδύνων |
industrial fire risks insurance |
ασφάλιση σε ισχύ |
insurance in force |
ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο |
first loss insurance |
ασφάλιση σκάφους αναψυχής |
yacht insurance |
ασφάλιση συνταξιοδότησης εργατών |
workmen’s pension insurance |
ασφάλιση ταξιδίων |
travel insurance |
ασφάλιση τιμαλφών |
jewellery insurance |
ασφάλιση υποθήκης |
mortgage insurance |
ασφάλιση χαλάζης |
crop hail insurance |
ασφάλιση χερσαίων μεταφορών |
inland marine insurance |
ασφαλίσιμο συμφέρον |
insurable interest |
ασφαλισιμότητα |
insurability |
ασφαλισμένη αξία |
insured value |
ασφαλισμένος |
policyholder |
ασφαλιστήριο πακέτο |
package policy |
ασφαλιστήριο συμβόλαιο |
insurance policy |
ασφαλιστήριο συμβόλαιο |
policy |
ασφαλιστήριο συμβόλαιο, σύμβαση ασφάλισης |
insurance contract |
ασφαλιστής |
insurer |
ασφαλιστική εταιρία |
insurance company |
ασφαλιστική κάλυψη |
insurance cover |
ασφαλιστική περίοδος |
period of insurance |
ασφαλιστική προστασία |
insurance protection |
ασφαλιστικό δίκαιο |
insurance law |
ασφαλιστικό συμφέρον |
insurance interest |
ασφαλιστικός πράκτορας |
insurance agent |
ασφάλιστρα εκδοθέντων συμβολαίων |
written premiums |
ασφάλιστρο ανανέωσης |
renewal premium |
ασφάλιστρο κατ΄αποκοπή |
in-full premium |
ασφάλιστρο κινδύνου |
risk premium |
ασφάλιστρο υποχρεωτικού τιμολογίου |
tariff rate |
ασώματες ακινητοποιήσεις |
intangible assets |
ατομική ασφάλεια ζωής |
individual life insurance |
ατομική ενέργεια |
atomic energy |
ατομικό ασφαλιστήριο |
individual policy |
ατύχημα |
accident |
αύξηση |
increase |
αυτανάφλεξη |
spontaneous combustion |
αυτασφάλιση |
self insurance |
αυτογνώμων αφαίρεση |
misappropriation |
αυτόματη τιμαριθμική |
sliding scale |
αυτοματισμός |
automation |
αφερέγγυος |
defaulter |
αχρηστία |
obsolescence |