— Α —
|
English |
Greek |
abandonment | εγκατάλειψη |
acceptance | αποδοχή |
accident | ατύχημα |
accident at work | εργατικό ατύχημα |
accident branch | κλάδος ατυχημάτων |
accident insurance | ασφάλιση ατυχήματος |
accident prevention | πρόληψη ατυχήματος |
accident rate | δείκτης συχνότητας ατυχημάτων |
accidental death | θάνατος από ατύχημα |
accommodation line | αποδοχή μη επιθυμητών κινδύνων |
account | λογαριασμός |
account current | τρεχούμενος λογαριασμός, λογαριασμός όψεως |
accountant | λογιστής |
accrued interest | ληξιπρόθεσμος τόκος |
accumulated interest | συσσωρευμένος τόκος |
accumulation | συσσώρευση |
acquisition costs | δαπάνες πρόσκτησης |
act of god | πράξη ανώτερης βίας |
active stocks | ενεργητικές μετοχές |
actual | τρέχουσα τιμή |
actual loss | πραγματική απώλεια |
actual total loss | πραγματική ολική απώλεια |
actuarial cost | αναλογιστικό κόστος |
actuary | αναλογιστής |
added value | προστιθέμενη αξία |
additional conditions | συμπληρωματικοί όροι |
additional insured | πρόσθετος ασφαλιζόμενος |
additional premium | επασφάλιστρο |
additional security | συμπληρωματική εγγύηση |
adjacent | γειτονικό, όμορο |
adjoining | όμορο, συνδεδεμένο |
adjustable premium | τροποποιήσιμο ασφάλιστρο |
adjuster | διακανονιστής |
adjustment | διακανονισμός, αναπροσαρμογή |
adjustment costs | έξοδα διακανονισμού ζημιών |
administration expenses | διοικητικές δαπάνες |
admitted company | εγκεκριμένη εταιρία |
advance | προκαταβολή |
adverse selection | δυσμενής επιλογή, αντεπιλογή |
advertising | διαφήμιση |
affiliated | συγγενής |
after-hours dealings | πράξεις στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου |
age limit | όριο ηλικίας |
agency | πρακτορείο |
agency agreement | πρακτορειακή συμφωνία-σύμβαση |
agent | πράκτορας |
aggravated risk | επιβαρυμένος κίνδυνος |
aggregate limit | συνολικό όριο |
agreed value | συμφωνηθείσα αξία |
agreement | συμφωνία, σύμβαση |
agricultural insurance | αγροτική ασφάλιση |
air transport insurance | ασφάλιση εναερίων μεταφορών |
aircraft hull insurance | ασφάλιση αεροσκαφών |
all risks insurance | ασφάλιση κατά παντός κινδύνου |
allocation | κατανομή, επιμερισμός |
allotment letter | επιστολή κατανομής |
amendment | τροποποίηση, μεταβολή |
amicable settlement | φιλικός διακανονισμός |
amortisation, redemption | απόσβεση |
amount | ποσό |
amount at risk | ύψος κινδύνου |
amount insured | ασφαλιζόμενο ποσό |
amount of loss | ποσό ζημιάς |
anniversary date | επέτειος συμβολαίου |
annual account | ετήσιος λογαριασμός |
annual premium | ετήσιο ασφάλιστρο |
annual statement | ετήσια έκθεση |
annuity | ετήσια πρόσοδος |
anticipated profit | αναμενόμενο-προβλεπόμενο κέρδος |
anti-selection | αντεπιλογή |
applicant | αιτών |
application form | έντυπο αίτησης |
application momey | αίτημα υπογραφής |
apportionment | αναλογικός επιμερισμός |
appraisal of damage | εκτίμηση ζημιάς |
appreciation | εκτίμηση |
appropriation account | λογαριασμός διάθεσης |
approval | έγκριση |
approved | εγκεκριμένο |
arbitrage | διαιτησία |
arbitration | διαιτησία |
arbitration award | απόφαση διαιτησίας |
arson | εμπρησμός |
assessment | εκτίμηση |
assets | ενεργητικό |
assign | αναθέτω |
assignment | ανάθεση εργασίας, αποστολή |
associate company | συνδεδεμένη εταιρία |
associate, partner | εταίρος |
association | σύλλογος, συσχέτιση |
assume | αναλαμβάνω |
assumption of portfolio | ανάληψη χαρτοφυλακίου |
at market price | στην τιμή της αγοράς |
atomic energy | ατομική ενέργεια |
attachment date | ημερομηνία έναρξης του κινδύνου |
audit | λογιστικός έλεγχος |
auditor | ελεγκτής |
authorisation | εξουσιοδότηση |
authorised capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
authorised depositories | εξουσιοδοτημένοι θεματοφύλακες |
auto branch | κλάδος αυτοκινήτων |
automation | αυτοματισμός |
automobile insurance | ασφάλιση αυτοκινήτων |
average | αβαρία σε πλοίο |
average | μέσος όρος |
average adjuster | διακανονιστής αβαρίας πλοίου |
average clause | αναλογικός όρος |
average premium | μέσο ασφάλιστρο |
aviation branch | κλάδος αεροσκαφών |
aviation insurance | αεροπορική ασφάλιση |
aviation risk | αεροπορικός κίνδυνος |